
Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι στην περίπτωση του διλήμματος για την «ευρωπαϊκή άμυνα», έχουμε την πλήρη εφαρμογή της παροιμίας για το κάρο που μπαίνει μπροστά από το άλογο. Διότι ασφαλώς, όπως ορθά ανέγνωσαν Γαλλία και Ελλάδα, πρέπει να δημιουργηθεί ένας ενιαίος «κουμπαράς», αλλά αυτή θα ήταν μια κίνηση, η οποία υπό κανονικές συνθήκες θα προέκυπτε ως αποτέλεσμα μιας κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής άμυνας. Η δε κοινή ευρωπαϊκή πολιτική θα ήταν με τη σειρά της το αποτέλεσμα στρατηγικών σκέψεων, επιλογών, σχεδιασμού και οραματικής πολιτικής.
Από τη στιγμή που δεν έχει καταφέρει η Ευρώπη να αποκτήσει ενιαία πολιτική έκφραση, τότε, πόσες ελπίδες υπάρχουν προκειμένου το δίλημμα για το κοινό ταμείο να μην εξελιχθεί σε άλλη μία διαχειριστική διαδικασία, όπως αυτές στις οποίες αρέσκεται η γραφειοκρατία των Βρυξελλών;
Ενόψει των νέων και μεγάλων προκλήσεων και των ανατροπών στη διεθνή σκηνή, ασφαλώς το μη χείρον είναι βέλτιστον και άρα το κοινό ταμείο θα ήταν ένα βήμα. Πλην όμως θα ήταν και μια εμβαλωματική λύση, που απλά θα δώσει πρόσκαιρη ανακούφιση στα συμπτώματα της μόνιμης πολιτικής παθογένειας: την έλλειψη οράματος, στρατηγικής και εννοείται ευρωπαϊκών ηγεσιών που να είναι σε θέση να εμπνεύσουν προς τέτοιες κατευθύνσεις. Προς επίρρωσιν δε αυτής της διαπίστωσης, έρχονται οι διαφορετικές προσεγγίσεις ως προς το κοινό ταμείο. Και τούτο διότι τα συμφέροντα -ήτοι η «διαχειριστική» προσέγγιση- εμφανίζονται υπό τον μανδύα μεγάλων επιλογών, όπως π.χ. η απελευθέρωση από την αμερικανική επιρροή ή η αποδέσμευση από τη ρωσική εξάρτηση. Και ιδού: πουθενά δεν γίνεται συζήτηση για την αυτονομία της Ευρώπης, την πολιτική της αυτοτέλεια ή τη στρατηγική ισχύ της.
Το ερώτημα, λοιπόν, είναι αν στη συγκεκριμένη περίπτωση, η Ε.Ε. κάνει τη λανθασμένη συζήτηση ή έχει σιωπηρώς και ουσιαστικά αποδεχθεί την έλλειψη οράματος και στρατηγικής. Το πρώτο θα ήταν ένα -ακόμη- λάθος. Το δεύτερο θα ήταν ολέθριο.