Σε κάθε πρόβλημα ή κρίση η Ευρώπη -η «ηγεσία» της Ε.Ε., για την ακρίβεια- ανησυχεί. Και αυτό θυμίζει κάτι που άκουσα προσφάτως: «Η ανησυχία είναι σαν κουνιστή πολυθρόνα. Σου δίνει κάτι να κάνεις, αλλά δεν σε οδηγεί πουθενά».

Τίποτε καλύτερο δεν θα αποτύπωνε τη συμπεριφορά της γραφειοκρατικής Ε.Ε.: ασχολείται με κάτι -επί του προκειμένου, με την άμυνα- χωρίς να μπορεί να οδηγηθεί κάπου. Προφανώς στο τέλος θα φτάσουν οι ηγεσίες σε μια διευθέτηση κορυφής, η οποία θα καλύπτει το ελάχιστο των απαιτήσεων που θα έχουν προηγουμένως συνομολογήσει τα τεχνοκρατικά επιτελεία των κρατών-μελών. Αλλά αυτό δεν είναι λύση. Πολλώ δε μάλλον δεν είναι -και δεν πρόκειται να είναι- λύση η οποία να απαντά σε πραγματικές αγωνίες των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Οι ηγεσίες κάνουν «ό,τι μπορούν» για την επίλυση προβλημάτων που οι ίδιες έχουν αναδείξει ως προβλήματα, χωρίς απαραιτήτως να είναι.

Επί του προκειμένου: ποιος εχέφρων Ευρωπαίος θα μπορούσε να διαφωνήσει με την προοπτική κοινής ευρωπαϊκής άμυνας; Ομως, η οικοδόμηση αυτής της προοπτικής δεν μπορεί να μοιάζει με ανέγερση αυθαίρετης οικοδομής, ή πολύ περισσότερο με ανέγερση οικοδομής που παραβλέπει πολεοδομικούς κανόνες. Η Ε.Ε. επιδιώκει να φτιάξει οικοδόμημα χωρίς προηγουμένως να έχει κατασκευάσει θεμέλια. Ποια στρατηγική, ποια πολιτική και ποιον σκοπό θα υπηρετεί αυτή η «κοινή» ευρωπαϊκή άμυνα; Και θα πρόκειται για άμυνα των κοινωνιών ή για άμυνα των εμμονών; Θα πρόκειται για τακτική μιας φοβικής άμυνας ή για μια οραματική στρατηγική επέκτασης και επικράτησης των ευρωπαϊκών ιδεωδών; Και ποιες είναι οι διαχωριστικές γραμμές για το «ποιοι» και «πόσοι» χωρούν σε αυτό το «όραμα»; Και τι όραμα θα είναι αυτό – με οικονομικούς όρους ή με πολιτισμικούς;

Το βασικό που δεν θέλει να συζητήσει η ηγεσία της Ευρώπης είναι από ποιον κινδυνεύει η Ευρώπη. Απειλείται από οπλισμένους στρατούς εχθρών ή μήπως από ορδές πολιτισμικών ιδεών, αντίθετων με τον πυρήνα της ευρωπαϊκής σκέψης;

Σε έναν κόσμο αστάθειας και νευρικότητας, η Ε.Ε. πολλαπλασιάζει με τη συμπεριφορά της την ανασφάλεια στους Ευρωπαίους πολίτες. Και αν αυτό δεν είναι απλή ένδειξη οικονομικών διευθετήσεων, τότε είναι σύμπτωμα σοβαρής ασθένειας. Γι’ αυτό και ταιριάζει η ρήση του Αυστριακού ψυχιάτρου Βίκτορ Φρανκλ: «Οταν δεν μπορούμε πλέον να αλλάξουμε μια κατάσταση, καλούμαστε να αλλάξουμε τον εαυτό μας»…