Η επίσκεψη σε ένα μεγάλο νοσοκομείο της Αττικής ή της Θεσσαλονίκης σε ημέρα εφημερίας μπορεί να είναι διδακτική για πολλούς λόγους. Ο σημαντικότερος αφορά την κατανόηση του αγώνα που δίνει το νοσοκομειακό προσωπικό, σιωπηρά και με διακριτικότητα, για την αξιοπρέπεια των ασθενών αλλά και του ΕΣΥ. Ειδικευόμενοι γιατροί να δέχονται δεκάδες ασθενείς μέσα σε ένα τρίωρο και να μην έχουν χρόνο ούτε νερό να πιουν. Νοσοκόμες να παρηγορούν εγκαταλειμμένους από την οικογένειά τους ηλικιωμένους, στον επίλογο της ζωής τους. Τραυματιοφορείς να αναμετρώνται με τον χρόνο για να μεταφέρουν όσο πιο γρήγορα γίνεται βαρύτατα τραυματισμένους, οι οποίοι ζαρώνουν από πόνο και τρόμο. Σκιές γιατρών που παρακολουθούν ανέκφραστοι το κενό, έχοντας περάσει ένα δωδεκάωρο αδιάκοπης πραγματικής μάχης, βοηθώντας όσους είχαν ανάγκη.
Αν δεν τα έχεις ζήσει αυτά, πώς μπορείς να τοποθετείσαι με κυνισμό και να αρνείσαι τις όποιες βελτιώσεις γιατί κρίνεις ότι τα λεφτά που διατίθενται είναι λίγα; Τους ρώτησες αν αντέχουν και για πόσο ακόμα; Κανείς δεν αμφισβητεί τη δυστοπία των ελλείψεων και τα πάγια κενά. Ούτε τη βαθιά πεποίθηση που έχουμε εμείς οι πολίτες ότι ακόμα και για τον πυρετό πρέπει να πάμε σε νοσοκομείο. Τουλάχιστον οι πέντε τελευταίες κυβερνήσεις συναντήθηκαν στην αντίληψη ότι χρειάζεται να οργανωθεί αποτελεσματική πρωτοβάθμια φροντίδα. Κανείς δεν την υλοποίησε μέχρι σήμερα. Και επειδή οι αριθμοί λένε πάντα την αλήθεια, αν ανατρέξουμε στον Προϋπολογισμό του κράτους θα διαπιστώσουμε ότι οι δαπάνες για την Υγεία ήταν 4,1 δισ. ευρώ το 2019, 4,7 δισ. το 2020, 5,7 δισ. το 2021, 5,5 δισ. το 2022, 5,5 δισ. το 2023 και 6,3 δισ. το 2024. Συμπέρασμα: μπορεί να υπάρξει δράση χωρίς επιτυχία, αλλά ποτέ δεν θα υπάρξει επιτυχία χωρίς δράση.
ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ
5/12/2024