Quantcast

Γιατί βραδυπορεί η Γηραιά Ηπειρος

γράφει ο Ναπολέων Μαραβέγιας*

*Καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής Οικονομίας (ΕΚΠΑ), ευρωπαϊκή έδρα Jean Monnet, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, πρώην υπουργός, πρώην αντιπρύτανης ΕΚΠΑ

Η Ευρώπη και ειδικότερα η Ευρωπαϊκή Ενωση τα τελευταία χρόνια παρουσιάζει σημάδια κόπωσης, όχι μόνο στον διεθνή της ρόλο, αλλά και στην οικονομία της. Από την ίδρυσή της η ΕΟΚ/Ε.Ε., ιδίως μετά τη δεκαετία του ’70, εμφανιζόταν ως μια ακμάζουσα οικονομική δύναμη με περιορισμένη, όμως, πολιτική παρουσία και παρέμβαση στα διεθνή θέματα, λόγω της δυσκολίας να συγκροτήσει κοινή εξωτερική πολιτική και να οργανώσει την αμυντική της αυτονομία έναντι των ΗΠΑ.

Η οικονομική δύναμη της Ε.Ε. με πρωτοπόρο τη Γερμανία, μετά την ενοποίησή της τη δεκαετία του 1990 και μετά τη δημιουργία της νομισματικής ένωσης τη δεκαετία του 2000, ήταν αναμφισβήτητη. Το μέσο κατά κεφαλήν προϊόν είχε φθάσει το αντίστοιχο των ΗΠΑ και το διεθνές εμπόριό της με όλο τον κόσμο είχε ξεπεράσει κάθε προηγούμενο. Η έλλειψη πολιτικής δύναμης της Ε.Ε. αντισταθμιζόταν από την οικονομική και εμπορική της δύναμη, παρά τα προβλήματα οικονομικής ολοκλήρωσης στο εσωτερικό της, που ενέτειναν την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008-2009. Η κρίση αυτή ξεπεράστηκε, στις αρχές της δεκαετίας του 2010, σχετικά σύντομα στον πυρήνα της Ε.Ε. και με αργότερους ρυθμούς στην ευρωπαϊκή μεσογειακή περιφέρεια, με τελευταία τη χώρα μας.

Η τρέχουσα δεκαετία, 2020, ξεκίνησε με την υγειονομική κρίση (πανδημία), η οποία «πλήγωσε» ολόκληρο τον πλανήτη. Η Ε.Ε. οδηγήθηκε σε βαθιά ύφεση από την οποία με μεγάλη δυσκολία κατόρθωσε να ανακάμψει. Η υγειονομική κρίση ξεπεράστηκε, αφήνοντας πίσω μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα και αναστάτωση στις παγκόσμιες προμηθευτικές αλυσίδες. Η αυξημένη ζήτηση, μετά τη λαίλαπα της πανδημίας, μπροστά στις δυσκολίες της παγκόσμιας προσφοράς αγαθών (λόγω της χρονικής καθυστέρησης στην επανεκκίνηση της παραγωγής) σε συνδυασμό με τη δημοσιονομική επέκταση και τη νομισματική χαλάρωση (προκειμένου να ανακάμψουν η ευρωπαϊκή και η παγκόσμια οικονομία) οδήγησε σε πληθωρισμό για πρώτη φορά μετά τη δεκαετία του 1970.

Μέσα σε αυτή τη δυσμενή συγκυρία και καθώς ανέκαμπτε η ευρωπαϊκή οικονομία, στις αρχές του 2022 ξέσπασε ένας ευρωπαϊκός πόλεμος, με τη Ρωσία να επιτίθεται στην Ουκρανία. Οι συνέπειες του πολέμου αυτού είναι γνωστές. Πέρα από τις χιλιάδες ανθρώπινες ζωές και τους ακρωτηριασμούς στο πολεμικό μέτωπο, περιορίστηκαν δραστικά οι προμήθειες πρώτων υλών (αγροτικών προϊόντων, πετρελαίου και φυσικού αερίου κ.ά.) από τις εμπόλεμες χώρες, με συνέπεια την αύξηση του πληθωριστικού κύματος κυρίως στην Ευρώπη, αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο.

Η προσπάθεια απομόνωσης της Ρωσίας από τις δυτικές χώρες με την ελαχιστοποίηση των εισαγωγών, κυρίως φθηνού φυσικού αερίου και πετρελαίου, έπληξε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες στον πυρήνα της οικονομίας τους, τη βιομηχανία. Το κόστος της ενέργειας πολλαπλασιάστηκε και η βιομηχανική Ευρώπη βρέθηκε σε μεγάλη δυσκολία που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Ταυτόχρονα, η σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής με την αύξηση των επιτοκίων στην Ευρώπη και τον υπόλοιπο δυτικό κόσμο, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το πληθωριστικό κύμα (ως συνέπεια της αύξησης του κόστους παραγωγής), έπληξε το σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας. Η κατανάλωση μειώθηκε και οι επενδύσεις περιορίστηκαν, ενώ ταυτόχρονα και η δημοσιονομική πολιτική άρχισε να γίνεται αυστηρότερη, μετά την επέκτασή της την περίοδο της υγειονομικής κρίσης.

Η «ατμομηχανή» της Ε.Ε., η Γερμανία και ειδικότερα η βιομηχανία της, επλήγη πολύ σοβαρά με συνέπεια την εξασθένιση της οικονομίας της μέχρι στασιμότητας και ύφεσης το 2023 και -όπως προβλέπεται- το 2024. Ταυτόχρονα, και οι υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε. επηρεάστηκαν από τη γερμανική ύφεση, ιδίως οι βορειότερες ευρωπαϊκές χώρες. Αντίθετα, οι νοτιότερες χώρες, χωρίς σημαντική βιομηχανία και με ακμάζοντα τον τουρισμό, βρίσκονται σε καλύτερη κατάσταση (όπως και η χώρα μας).

Η Γαλλία δεν μπόρεσε να περιορίσει τη δημοσιονομική επέκταση μετά την εποχή της πανδημίας, με αποτέλεσμα να παρουσιάζει έλλειμμα στον προϋπολογισμό της πάνω από 5% του ΑΕΠ της, με συνέπεια την αύξηση του κόστους δανεισμού. Σήμερα, σε περίοδο πολιτικής αστάθειας και αναταραχής μετά τις εκλογές, προσπαθεί με έκτακτα φορολογικά μέτρα να επαναφέρει το έλλειμμα σε συμβατά με την Ευρωπαϊκή Συμφωνία επίπεδα (3% του ΑΕΠ).

Οταν οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες-πυλώνες της Ευρωπαϊκής Ενωσης βρίσκονται σε δυσκολία, καθώς αντιπροσωπεύουν ένα μεγάλο μέρος του συνόλου της ευρωπαϊκής οικονομίας, τα αναπτυξιακά αποτελέσματα της Ε.Ε είναι απογοητευτικά. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΔΝΤ, η ετήσια αύξηση του ΑΕΠ μέχρι το 2029 στην Ευρώπη θα είναι 1,45%, ενώ στις ΗΠΑ θα είναι 2,29%. Η Εκθεση Ντράγκι καθώς και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προειδοποιούν ότι αν συνεχίσει έτσι η ευρωπαϊκή οικονομία, θα αποκλίνει συνεχώς από την αντίστοιχη αμερικανική και κινεζική, τόσο στο επίπεδο της παραγωγικότητας όσο και στο επίπεδο των επενδύσεων, ιδίως στον τεχνολογικό τομέα.

Προτείνουν συνεπώς μεγαλύτερη οικονομική ολοκλήρωση στο εσωτερικό της Ε.Ε. προς την κατεύθυνση της τραπεζικής ένωσης, της κεφαλαιαγοράς και της δημοσιονομικής ενοποίησης, που θα διευκολύνει τις αναγκαίες επενδύσεις, ενώ ταυτόχρονα επισημαίνουν τη δημογραφική γήρανση, με άμεση συνέπεια τις δυσκολίες στο ασφαλιστικό σύστημα και στις αναπτυξιακές προοπτικές της.

Προφανώς, η Ε.Ε. έχει περάσει από πολλές δυσκολίες στο παρελθόν και κατόρθωσε να ανακάμψει. Ομως, η σημερινή συγκυρία είναι ίσως δυσκολότερη. Η εξέλιξη των αμυντικών και οικονομικών σχέσεών της με τις ΗΠΑ είναι απρόβλεπτη, αν οι επικείμενες εκλογές οδηγήσουν τον υποψήφιο Ντόναλντ Τραμπ στην εξουσία, ενώ η Κίνα, παρά τις οικονομικές της δυσκολίες, προβάλλει ως ισχυρή παγκόσμια δύναμη σε όλους τους τομείς.