*Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και πρόεδρος του ΙΔΙΣ, Πάντειο Πανεπιστήμιο
Σε δέκα ημέρες ορκίζεται και αναλαμβάνει καθήκοντα ο Ντόναλντ Τραμπ. Για τις περισσότερες και τους περισσότερους οι προσδοκίες -θετικές και αρνητικές- είναι μεγάλες. Ο νέος Αμερικανός Πρόεδρος θεωρείται ότι μπορεί να είναι καταλύτης για τις εξελίξεις σε μια σειρά από μέτωπα, με κυριότερα τον ανταγωνισμό Κίνας - ΗΠΑ, τον πόλεμο στην Ουκρανία και τη σύγκρουση στη Λωρίδα της Γάζας μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς. Και δεν είναι μόνο αυτά. Το μέλλον του παγκόσμιου εμπορίου, οι διατλαντικές σχέσεις, οι προοπτικές του ΝΑΤΟ αλλά και ολόκληρου του μεταπολεμικού θεσμικού κεκτημένου είναι στην κορυφή της παγκόσμιας ημερήσιας διάταξης εν αναμονή της νέας αμερικανικής διοίκησης.
Οι πιο πρόσφατες δηλώσεις Τραμπ -ακόμη και αν γίνονται για να εκφοβίσουν τους «αντιπάλους» ενόψει μιας σκληρής διαπραγμάτευσης- αποκαλύπτουν ότι ο νέος Πρόεδρος κινητροδοτείται από αναθεωρητικά ένστικτα. Πρόκειται για δηλώσεις που παραβιάζουν μια σειρά από κόκκινες γραμμές που οι ίδιες οι ΗΠΑ και η συντριπτική πλειονότητα των μελών της διεθνούς κοινότητας έχουν θέσει εδώ και δεκαετίες και περιχαρακώνουν αξίες στις οποίες έχει στηριχθεί το μεταπολεμικό πολιτικό και πολιτισμικό κεκτημένο. Αν χρειαζόταν κάτι να επιτείνει την αβεβαιότητα που χαρακτηρίζει την ιστορική στιγμή, αυτό ήταν αρκετό.
Με δύο πολέμους εν εξελίξει και χωρίς κάποια ξεκάθαρη ιδέα για το πώς θα μπορούσαν να τερματιστούν, με την ανησυχία να κορυφώνεται για το μέλλον του παγκόσμιου εμπορίου μετά τις απειλές Τραμπ για άσκηση μερκαντιλιστικών πολιτικών, με την Ευρώπη να βρίσκεται χωρίς ισχυρή ηγεσία στο τιμόνι, η ελληνική εξωτερική πολιτική καλείται το 2025 να διαχειριστεί μια συγκυρία γεμάτη παγκόσμιες προκλήσεις και οξεία περιφερειακά γεωστρατηγικά διλήμματα. Διλήμματα που αποκτούν και άλλη σημασία λόγω της συμμετοχής της χώρας στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Αν όμως θέλουμε να είμαστε στο τραπέζι των μεγάλων, οφείλουμε να είμαστε προετοιμασμένοι/ες και αποφασισμένοι/ες.
Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις και η προοπτική της τρέχουσας πραγματικότητας είναι στην κορυφή της ατζέντας. Προς το παρόν, η Αθήνα έχει καταφέρει να εξισορροπήσει με επιτυχία την τουρκική απειλή και να υποστηρίζει παράλληλα τη διαδικασία προσέγγισης που διατηρεί την ηρεμία σε Αιγαίο και ανατολική Μεσόγειο (και Κύπρο) χωρίς καμία απολύτως έκπτωση στις θεμελιώδεις θέσεις της χώρας. Την ίδια στιγμή, επιβεβαιώνονται τα δίκτυα συνεργασιών με Αίγυπτο, Σαουδική Αραβία και βεβαίως το Ισραήλ, ενώ προχωρά με ουσιαστικό τρόπο ο εκσυγχρονισμός της εθνικής άμυνας.
Σε αυτό το γεωπολιτικό τοπίο, η κατάρρευση του Ασαντ στη Συρία ήρθε για να απαλλάξει την περιοχή από ένα στυγνό καθεστώς. Εδωσε το πιο ισχυρό χτύπημα στον λεγόμενο «άξονα της αντίστασης» που είχε σχηματίσει και υποστήριζε με χρήματα και όπλα το Ιράν, αλλά προσέθεσε αβεβαιότητα σε μια αποσταθεροποιημένη περιοχή. Αν υπάρχουν κερδισμένοι, αυτοί είναι, πρώτον, η Τουρκία και ακολούθως οι ΗΠΑ και το Ισραήλ. Η «ασαντική» Συρία ήταν βασικός σύμμαχος του Ιράν, αποτελούσε τη «χερσαία γέφυρα» που εδώ και χρόνια διεκδικούσε η Τεχεράνη, ήταν καταφύγιο τρομοκρατών (είναι θρυλική η κοιλάδα Μπεκάα) και βεβαίως είναι (;) η πλατφόρμα της ρωσικής παρουσίας και προβολής ισχύος στην περιοχή.
Η πρώτη προτεραιότητα της Τουρκίας είναι η εξουδετέρωση των κουρδικών δυνάμεων. Η στρατιωτική της επέμβαση, που μετρά πάνω από μία δεκαετία, αυτόν τον στόχο είχε. Στον βαθμό που η Αγκυρα δεν θα χρησιμοποιήσει το πλεονέκτημα που της δίνει η νέα κατάσταση στη Συρία για να απειλήσει το Ισραήλ, ο Τραμπ δύσκολα θα σταθεί στο πλευρό των Κούρδων, όπως έκανε σε κάποιο βαθμό η απερχόμενη αμερικανική διοίκηση. Αλλωστε, τους εγκατέλειψε στην πρώτη του θητεία όταν τέθηκε το δίλημμα.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η προοπτική οριοθέτησης ΑΟΖ μεταξύ των δύο με τρόπο που θα αγνοεί τα κυριαρχικά δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι ελκυστική στην Αγκυρα. Οπως με το τουρκολιβυκό μνημόνιο, έτσι και στην περίπτωση αυτή, η Τουρκία θα επιθυμούσε να δημιουργήσει ένα τετελεσμένο -και μάλιστα περισσότερο νομιμοφανές- μιας και οι δύο χώρες έχουν παρακείμενες ακτές και η οριοθέτηση είναι εντός του πλαισίου του Δικαίου της Θάλασσας. Μια τέτοια συμφωνία, όμως, δεν είναι καθόλου αυτονόητη. Για το νέο καθεστώς στη Δαμασκό, όσο και αν η Τουρκία είναι σημαντικός παράγοντας, κάτι τέτοιο θα σημάνει τη ρήξη των σχέσεων με χώρες της Ε.Ε. σε μια στιγμή που δεν έχει ακόμη εξασφαλίσει τη νομιμοποίησή του. Επίσης, η τρέχουσα διαδικασία προσέγγισης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις θα υποστεί μεγάλο πλήγμα. Σε κάθε περίπτωση, η Κυπριακή Δημοκρατία έχει όπλα να αντιπαραθέσει και να προκαλέσει μια διεθνή νομική διαφορά, κάτι που σε καμία περίπτωση δεν επιθυμεί η Αγκυρα.
ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ
14/1/2025