
*Πρόεδρος του ΚΕΠΕ και του Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου
Το τελευταίο διάστημα έχουν πυκνώσει τα ερωτήματα των φοιτητών μου σχετικά με την πορεία της ελληνικής οικονομίας: «Κύριε καθηγητά, μετά τις φωτιές και τις πλημμύρες και με δεδομένη τη συνεχιζόμενη ακρίβεια, θα τα καταφέρει η ελληνική οικονομία; Υπάρχει μέλλον; Μήπως θα έχουμε πισωγύρισμα;». Η ανησυχία για το παρόν και η αγωνία για το μέλλον των νέων ανθρώπων είναι απολύτως κατανοητές.
Πράγματι, η ακρίβεια, ιδίως στα τρόφιμα, δείχνει να επιμένει. Οι βιβλικές καταστροφές στοίχισαν τη ζωή σε κάποιους συνανθρώπους μας, ξεσπίτωσαν άλλους και διέλυσαν επιχειρηματικές προσπάθειες που χτίστηκαν με κόπο. Παρά τα τρέχοντα προβλήματα, η επιστημονική δεοντολογία μάς ωθεί να βλέπουμε πάνω από όλα τη «μεγάλη εικόνα».
Και ποια είναι αυτή; Είναι ότι η Ελλάδα έχει τον δεύτερο υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης στην ευρωζώνη και στην ευρύτερη Ευρωπαϊκή Ενωση, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ και της Eurostat. Το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 2,7% μεταξύ Απριλίου και Ιουνίου συγκριτικά με την αντίστοιχη περίοδο του περασμένου έτους, σε συνέχεια ανάπτυξης της τάξης του 2% που είχε καταγραφεί το πρώτο τρίμηνο. Τα επίπεδα ανάπτυξης στην Ελλάδα ήταν για μία ακόμα φορά παρασάγγας υψηλότερα από τα αντίστοιχα στην Ε.Ε. (+0,5%) και στην ευρωζώνη (+0,6%).
Κύριοι παράγοντες που συνέβαλαν στην ανάπτυξη της οικονομικής δραστηριότητας στη χώρα μας ήταν η ιδιωτική κατανάλωση, η οποία αυξήθηκε κατά 3,2% σε σύγκριση με το πρώτο τρίμηνο του έτους, και οι επενδύσεις οι οποίες τονώθηκαν κατά 7,9%. Η ανάκαμψη του οικονομικού κλίματος, η οποία ξεκίνησε το τέταρτο τρίμηνο του περασμένου έτους, συνεχίστηκε τον Αύγουστο, με τον Δείκτη Οικονομικού Κλίματος (ESI) να διαμορφώνεται στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων 17 μηνών (111,7 μονάδες). Ο αντίστοιχος δείκτης της ευρωζώνης υποχώρησε τον περασμένο μήνα στα χαμηλότερα επίπεδα από τα τέλη του 2020 (93,3 μονάδες).
Ο πληθωρισμός αποκλιμακώνεται στην Ελλάδα πιο γρήγορα σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η δημοσιονομική ισορροπία, ήδη από το 2022, προχωρά ταχύτερα του αναμενομένου. Η εμπέδωση ενός σκηνικού πολιτικής σταθερότητας και η χειροπιαστή πλέον προοπτική ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας είναι από τους βασικούς παράγοντες που συντελούν στη βελτίωση του οικονομικού κλίματος.
Παράλληλα, ο τουρισμός, ο οποίος αποτελεί βαρόμετρο για την ελληνική οικονομία και η πορεία του οποίου χαρακτηριζόταν από αβεβαιότητα στις αρχές του έτους εξαιτίας των δυσμενών επιπτώσεων των συνεχιζόμενων πληθωριστικών πιέσεων στο εισόδημα των ευρωπαϊκών νοικοκυριών, κατέγραψε ισχυρές επιδόσεις, το πρώτο εξάμηνο του 2023. Επιπλέον, οι ενδείξεις για την πορεία του τουρισμού το καλοκαίρι και το φθινόπωρο είναι θετικές, καθώς τον Ιούλιο και τον Αύγουστο οι διεθνείς τουριστικές αφίξεις στον Διεθνή Αερολιμένα Αθηνών ήταν κατά 17,9% και 17% περισσότερες από τις περσινές και κατά 9,8% και 7% υψηλότερες από τις αντίστοιχες του 2019. Διάφορες εκτιμήσεις από διεθνείς οργανισμούς υπολογίζουν ότι η συνολική συνεισφορά του τουρισμού στην Ελλάδα αναμένεται να ανέλθει σε 39,2 δισ. ευρώ το 2023 (19,3% του ΑΕΠ), σημειώνοντας ετήσια αύξηση κατά 3,6%.
Η παραπάνω εικόνα δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν προβλήματα, ανησυχίες και απειλές. Τουναντίον, τα ανοιχτά μέτωπα είναι πολλά και επηρεάζουν την καθημερινότητά μας: Η ακρίβεια στα τρόφιμα και σε είδη πρώτης ανάγκης, η υψηλή φορολογία και η φοροδιαφυγή, η κακή (γραφειοκρατική) λειτουργία του κράτους, η χαμηλή ποιότητα δημοσίων αγαθών στην Υγεία και στην Παιδεία και η αργή εκδίκαση δικαστικών υποθέσεων είναι παρούσες και εάν δεν βελτιωθούν άμεσα, τότε θα θολώσουν τη μεγάλη -καλή- εικόνα της οικονομίας.
Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στην πρόσφατη ομιλία του στη Θεσσαλονίκη μίλησε για μια νέα «Συμφωνία αλήθειας» με κύρια χαρακτηριστικά «Μεταρρύθμιση παντού - Νομιμότητα παντού». Δεν μένει παρά να δούμε το όραμα να γίνεται πράξη.
ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ
28/9/2023