
Σε ένα από τα τελευταία άρθρα του, ο Βαγγέλης Βενιζέλος θέτει ένα καίριο ερώτημα για τους χειριστές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν την επιστροφή του αναθεωρητισμού με την κλασική έννοια του όρου, θέτει το ερώτημα αν η επίκληση του Διεθνούς Δικαίου συνιστά έναν ισχυρισμό ή νοηματοδοτεί μια στρατηγική. Σημειώνοντας πως «όποιος πιστεύει ότι η επίκληση του Διεθνούς Δικαίου συνιστά μια ολοκληρωμένη και ασφαλή στρατηγική, προφανώς σφάλλει και μπορεί να σφάλλει επικίνδυνα». Ισχυρισμός ναι, μπορεί να είναι η επίκληση του Διεθνούς Δικαίου, αλλά ένας ισχυρισμός ο οποίος δυστυχώς, όπως βλέπουμε, σαρώνεται μέσα στο εργαστήριο της Ιστορίας και κανένας άλλος κλάδος του δικαίου δεν επικοινωνεί με την Ιστορία τόσο άμεσα όσο το Διεθνές Δίκαιο. Πράγματι, είναι η Ιστορία που εξακολουθεί να αποτελεί ένα από ελάχιστα ατόφια μεθοδολογικά εργαλεία που τόσο οι πολιτικοί όσο και οι νομικοί διεθνολόγοι έχουν στη διάθεσή τους για σύνθεση και ανάλυση. Εκεί όπου, μεταξύ άλλων, καθρεφτίζονται τόσο ο ρεαλισμός όσο και η κυνικότητα της διεθνούς πολιτικής. Το ουκρανικό είναι ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα.
Η μελέτη της Ιστορίας συνεπάγεται όμως και κάτι επιπλέον, ειδικά για τις δημοκρατίες. Μια διαρκή διαδικασία εκμάθησης για τα εθνικά κράτη. Οσον αφορά μεγάλες και μικρές αμαρτίες που εκ νέου θα στοιχίσουν ακριβά, αν δεν διορθωθούν. Μετά την κρίση στην Ουκρανία το 2014, η Δύση και κυρίως η Ευρώπη γνώριζε πως αν στραβώσουν τα πράγματα, μετά την Ουκρανία θα είναι η ίδια που κυρίως θα υποστεί το κόστος ενός πολέμου. Είχε τρία εργαλεία στη διάθεσή της για την επίλυση της κρίσης (οριστική διευθέτηση διά της διπλωματικής οδού με εγγυήσεις ασφαλείας ή ανάπτυξη αξιόπιστης αποτροπής μέσω της μείωσης της ενεργητικής εξάρτησης από τους ρωσικούς υδρογονάνθρακες και κυρίως διά της ανάπτυξης στρατιωτικών ικανοτήτων συλλογικής ευρωπαϊκής άμυνας). Δεν έγινε τίποτε από τα παραπάνω και οκτώ χρόνια αργότερα ξεκίνησε η ρωσική εισβολή.
Γιατί, όμως, δεν έγινε; Εδώ η μελέτη της Ιστορίας συναντά την ανάλυση της εξωτερικής πολιτικής. Πρόσφατα ένας πρώην ανώτατος Ισραηλινός στρατιωτικός αξιωματούχος μίλησε για τη σημασία των πιθανοτήτων και γιατί πολλές φορές τα κράτη κάνουν τα ίδια λάθη απανωτά. Αν και αναφερόταν στο Ισραήλ, συνέβη εξίσου στο ουκρανικό, αλλά έχει σημασία και στην ανάλυση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, ειδικά για τους χειριστές της εξωτερικής πολιτικής. Το σενάριο μιας ρωσικής εισβολής αξιολογήθηκε ως πολύ μικρής πιθανότητας από τις δυτικές υπηρεσίες ασφαλείας και έτσι βρέθηκε στον κάλαθο των αχρήστων. Λάθος, διότι η επόμενη ασφαλής ανάλυση μετά την ποσοτικοποίηση της πιθανότητας είναι αν τελικά γίνει, τι κόστος θα έχει και τι καταστροφή θα επιφέρει; Αν η απάντηση είναι μεγάλη, τότε οι λήπτες των αποφάσεων είναι υποχρεωμένοι -παρά τη μικρή πιθανότητα- να σχεδιάσουν και να εκτελέσουν πολιτικές που θα τη μειώσουν πολύ περισσότερο, αν όχι να την εξαλείψουν πλήρως.
Συμπερασματικά, διανύουμε μια περίοδο αλλαγής υποδείγματος σε γεωπολιτικό επίπεδο. Οι δυτικές δημοκρατίες υπερεπένδυσαν στην προοπτική υιοθέτησης μιας φιλελεύθερης ουτοπίας και υποεπένδυσαν στον ρεαλισμό πως ο πόλεμος και ο ανταγωνισμός συνιστούν μόνιμες πραγματικότητες στο άναρχο διεθνές σύστημα. Στην περίπτωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, το μόνο ψύχραιμο και κυρίως ρεαλιστικό πλαίσιο ανάλυσης παραμένει εκείνο της ανταγωνιστικής συνύπαρξης (competitive coexistence). Η απουσία -παρά την εξομάλυνση- ουσιαστικής βελτίωσης των σχέσεων (καθορισμός θαλάσσιων ζωνών) σκοντάφτει στον δομικό χαρακτήρα του τουρκικού αναθεωρητισμού (με έμφαση στην αντίληψη ότι ως περιφερειακή πλέον δύναμη δεν έχει ανάλογο «ζωτικό χώρο») και στη συγκέντρωση ισχύος του νυν Προέδρου Ερντογάν – όχι, πάντως, στις διαφορετικές προσεγγίσεις εκλογίκευσης που έχουν δοκιμάσει αρκετοί Ελληνες πρωθυπουργοί.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, ειδικά σήμερα, η ανανέωση της ελληνικής διπλωματίας σε συνθήκες κλασικού και όχι μετανεωτερικού στοχασμού να αξιολογείται ως αναγκαία. Οχι ασφαλώς για να υπερβεί τη γεωπολιτική, αλλά αντιθέτως να προσαρμοστεί και να ελιχθεί έξυπνα σε αυτήν. Ετσι ώστε να πετύχει ευνοϊκούς συσχετισμούς δυνάμεων, συνιστώντας ένα εργαλείο στρατηγικής που θα χρησιμοποιήσει η Ελληνική Δημοκρατία για να καταφέρει να επιβιώσει εν μέσω της πίεσης του ανταγωνισμού.