Quantcast

Αλλαγή παραδείγματος στην εθνική άμυνα

γράφει ο Κώστας Υφαντής*

*Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και πρόεδρος του ΙΔΙΣ, Πάντειο Πανεπιστήμιο

Είναι σαφές στα μάτια των καλοπροαίρετων ότι η αμυντική πολιτική της χώρας βρίσκεται σε μια πολύ ενδιαφέρουσα στιγμή. Η πρόσφατη συζήτηση στη Βουλή (αλλά και το πολύ ενθαρρυντικό γεγονός της ευρύτερης συναίνεσης που αποκάλυψε η τελική ψηφοφορία) για τη δημιουργία δομών και θεσμών που ευνοούν και «προσκαλούν» την τεχνολογική καινοτομία ως εγγενή προτεραιότητα και απαίτηση των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων ήταν υψηλού επιπέδου. Τουλάχιστον μεταξύ εκείνων των πολιτικών δυνάμεων που, έστω και από διαφορετικές ιδεολογικές και πολιτικές αφετηρίες, συμφωνούν στο βασικό: ότι, δηλαδή, μια επαρκώς ισχυρή άμυνα είναι κρίσιμη στρατηγική επιλογή για την ασφάλεια και, τελικά, την επιβίωση του έθνους.

Ο κόσμος, δυστυχώς, και η γειτονιά μας, δυστυχέστερα, δεν προβλέπεται να απαλλαγούν από την πολεμική βία, τις ανισότητες, την εξαθλίωση, την καταπίεση και από καθεστώτα ανελεύθερα, αναθεωρητικά, με ονειρώξεις «αυτοκρατορικής αναβίωσης». Η Ρωσία του Πούτιν θα παραμείνει μείζονα απειλή για την ασφάλεια και την πρόοδο της Ευρώπης στο ορατό μέλλον. Τρομοκρατικές οργανώσεις, που στο όνομα μιας φονταμενταλιστικής ουτοπίας εκλογικεύουν τη μαζική εξόντωση ανθρώπων, δεν θα εξαφανιστούν από την ευρωπαϊκή περίμετρο. Οι απειλές δεν είναι καθόλου θεωρητικές και καθόλου μακριά μας.

Στην περίπτωσή μας, υπάρχει επιπλέον και πάνω από όλα η Τουρκία. Το καλό φεγγάρι στο οποίο βρίσκονται οι διμερείς μας σχέσεις δεν επιτρέπει εφησυχασμό, στον βαθμό που δεν παρατηρείται κάποια ουσιαστική αλλαγή στις πάγιες τουρκικές θέσεις στα ζητήματα οριοθέτησης των θαλάσσιων ζωνών μεταξύ μας, που αφορούν επί της ουσίας την οριοθέτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων στο Αιγαίο και στην ανατολική Μεσόγειο. Οσο αυτό το ζήτημα παραμένει ανοιχτό θα αποτελεί μόνιμη πηγή εντάσεων και κρίσεων. Η σημερινή είναι μια συγκυρία ύφεσης και όχι εξομάλυνσης. Οι θέσεις με τις οποίες η Αγκυρα φαίνεται ότι θα προσέλθει σε μια διαδικασία ουσιαστικής διαπραγμάτευσης, εάν και όποτε αυτή ξεκινήσει, αν δεν είναι αφετηριακές δεν αφήνουν ελπίδες. Δυστυχώς, στο μυαλό των περισσοτέρων η αισιοδοξία δεν περισσεύει.

Αν και η επιφυλακτικότητα έναντι των τουρκικών προθέσεων είναι δικαιολογημένη, την ίδια στιγμή η Αθήνα, κατά τη γνώμη μου, πρέπει να κάνει ό,τι είναι δυνατόν στο πλαίσιο των εθνικών συμφερόντων, για να μη χαθεί το σημερινό momentum. Δεν χρειάζεται ούτε «αναστάτωση» κάθε φορά που ο Πρόεδρος Ερντογάν υπενθυμίζει τις τουρκικές διεκδικήσεις, ούτε φόβος απέναντι στη δήθεν θαυμαστή τουρκική στρατηγική και διπλωματία. Οσο το «πεδίο» παραμένει ήσυχο, η ελληνική διπλωματία έχει κάθε συμφέρον να κρατά την προοπτική του διαλόγου ζωντανή.

Για να επιστρέψω στην εισαγωγική μου παρατήρηση για τη δημόσια συζήτηση που ξεκίνησε με τη συγκεκριμένη νομοθετική παρέμβαση για την άμυνα και τη σχετική διακομματική συναίνεση με την οποία υπερψηφίστηκε: Οι εμπειρίες της έντασης με την Τουρκία την περίοδο 2019-2023 αποδείχθηκαν ευτυχώς καταλυτικές. Οι ελληνικές Ενοπλες Δυνάμεις άντεξαν παρά τη σημαντική παραμέληση την περίοδο της δημοσιονομικής κατάρρευσης. Ομως, την ίδια περίοδο, η τουρκική αμυντική βιομηχανία γιγαντώθηκε και είναι το βασικό θεμέλιο της προσπάθειας της Τουρκίας να αυτονομηθεί από τις ΗΠΑ και τη Δύση. Η Τουρκία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έχει χτίσει μια εξαιρετικά σύγχρονη βιομηχανική βάση, η οποία συνεχώς εξελίσσεται σε όλους τους σημαντικούς τομείς (αεροπορική, πυραυλική και ναυπηγική τεχνολογική ικανότητα). Εχει κινητοποιήσει πολύ καλό ανθρώπινο δυναμικό, έχει ενισχύσει, χωρίς τις ιδεολογικές αναστολές που διατυπώνονται αλλού, τον ιδιωτικό τομέα και τη συνεργασία του με την ερευνητική κοινότητα της χώρας και έχει υποστηρίξει την εξωστρέφειά τους.

Προφανώς είναι διαφορετικά τα μεγέθη. Η Ελλάδα δεν μπορεί να κάνει το ίδιο στον ίδιο βαθμό. Οι ελληνικές Ενοπλες Δυνάμεις ως πελάτης δεν έχουν το κρίσιμο μέγεθος ώστε να στηρίξουν μια ανάλογη προσπάθεια. Και η είσοδος στην παγκόσμια αγορά απαιτεί οικονομίες κλίμακος που δύσκολα θα επιτευχθούν στην Ελλάδα και πάντως όχι σύντομα. Ομως, σε συγκεκριμένους ζωτικής σημασίας τομείς, το εθνικό συμφέρον επιβάλλει την ανάπτυξη εθνικών βιομηχανικών ικανοτήτων.

Και, βεβαίως, η απάντηση στις ανάγκες της χώρας δεν μπορεί παρά να έχει και μια κρίσιμη από κάθε άποψη ευρωπαϊκή συνιστώσα. Αν και παραμένουμε πολύ μακριά από μια κοινή ευρωπαϊκή αμυντική πολιτική, η συνεργασία σε συγκεκριμένους τομείς, όπως ένας ευρωπαϊκός «σιδερένιος θόλος», δεν είναι μόνο κρίσιμη αλλά και μπορεί να ενεργοποιήσει, επιτέλους, πολιτικούς μηχανισμούς spill over, για να θυμηθούμε και τα κλασικά της θεωρίας της ολοκλήρωσης.

Ισως είναι πολύ νωρίς για τέτοιες αισιόδοξες σκέψεις. Αυτό, όμως, που έχει μεγάλη σημασία είναι η αμυντική πολιτική της χώρας να ξεφύγει από λογικές άλλων εποχών. Τα σημάδια εδώ είναι αισιόδοξα.