Quantcast

Δυνατότητες και περιορισμοί στην Ε.Ε.

γράφει ο Ναπολέων Μαραβέγιας*

*Καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής Οικονομίας (ΕΚΠΑ), ευρωπαϊκή έδρα «Jean Monnet», Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών πρώην υπουργός, πρώην αντιπρύτανης ΕΚΠΑ

Το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, μετά από 66 χρόνια ύπαρξης ,αρχικά ως ΕΟΚ και αργότερα ως Ευρωπαϊκή Ενωση (Ε.Ε.), έχει ένα πλούσιο και πολυκύμαντο παρελθόν. Ξεκινώντας από τα έξι ιδρυτικά κράτη-μέλη, μετά από συνεχείς διευρύνσεις και μία αποχώρηση, έφθασε σήμερα τα 27, ενώ επίκειται διεύρυνση προς τα δυτικά Βαλκάνια. Παρότι η Ε.Ε. έχει χάσει τη «σφριγηλότητα» των πρώτων δεκαετιών, παραμένει πολύ «ελκυστική» στα μάτια των ευρωπαϊκών χωρών που βρίσκονται εκτός αυτής, καθώς παρά τα ελλείμματα έχει εξασφαλίσει την ειρήνη και την ευημερία των χωρών-μελών της, πολύ περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη περιοχή του πλανήτη.

Το μεγαλύτερο ίσως έλλειμμα της Ε.Ε. είναι ότι δεν έχει κατορθώσει ακόμη να βρει έναν τρόπο ταχύτερης διαδικασίας λήψης αποφάσεων. Οι προτεινόμενες λύσεις, ενόψει νέων διευρύνσεων για περιορισμό της ομοφωνίας με αλλαγή των Συνθηκών, δεν έχουν πολλά περιθώρια επίτευξης συμφωνίας μεταξύ των χωρών-μελών. Διαφωνίες υπάρχουν ακόμη και στον πυρήνα της, τη νομισματική ένωση, καθώς δεν μπορεί να συμφωνηθεί η ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης. Από την άλλη πλευρά, δεν πρέπει να παραβλέπεται η μεγάλη πρόοδος που έχει επιτευχθεί από το 2000, όταν υιοθετήθηκε το κοινό νόμισμα, ιδίως με τη βελτίωση της αρχιτεκτονικής της ευρωζώνης μετά την οικονομική κρίση.

Η πρόσφατη συμφωνία για τους δημοσιονομικούς κανόνες φαίνεται να ικανοποιεί αρκετά τόσο τα πλούσια πλεονασματικά κράτη-μέλη, όσο και τα φτωχότερα ελλειμματικά, μετά από τη λαίλαπα των αλλεπάλληλων κρίσεων (οικονομική, υγειονομική, πληθωριστική). Ωστόσο, η δημιουργία κοινής δημοσιονομικής πολιτικής, που θα συμπλήρωνε την κοινή νομισματική πολιτική, παραμένει ζητούμενο, το ίδιο και η θεσμοθέτηση ενός Ευρωπαίου υπουργού Οικονομικών και η άμεση εκλογή προέδρου της επιτροπής από όλους τους πολίτες της Ε.Ε.

Ο διακηρυγμένος στόχος της συνοχής και η χρηματοδότηση που τον συνοδεύει δεν μείωσαν ουσιαστικά τις διαφορές στα επίπεδα οικονομικής ανάπτυξης μεταξύ των χωρών-μελών και των περιφερειών, με αποτέλεσμα και οι διαφορές στην αγοραστική δύναμη των πολιτών να είναι μεγάλες, ενώ το κόστος ζωής και τα καταναλωτικά πρότυπα έχουν σχεδόν ομογενοποιηθεί σε όλα τα κράτη-μέλη. Ακόμη περισσότερο στο εσωτερικό των περισσότερων κρατών-μελών η κοινωνική πολιτική απέχει πολύ από τα να καλύπτει τα πιο ευάλωτα κοινωνικά στρώματα. Επιπλέον, οι χαμηλοί ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης, ιδίως μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία, την προσπάθεια απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα της Ρωσίας και το πληθωριστικό κύμα που δημιουργήθηκε, δυσκολεύουν την επιβίωση των πιο αδύναμων τμημάτων των κοινωνιών στα κράτη-μέλη. Τροφοδοτούνται έτσι τα ακροδεξιά, λαϊκίστικα και εθνικιστικά κόμματα σε όλο και περισσότερες χώρες.

Η κοινή προσπάθεια ενίσχυσης της ανάπτυξης ολόκληρης της Ε.Ε. με αμοιβαιοποίηση του χρέους, που ξεκίνησε με το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, πρέπει να συνεχιστεί και σε άλλους τομείς, όπως είναι η αναζωογόνηση της αμυντικής βιομηχανίας και η ενίσχυση της καινοτομίας. Μόνο έτσι η τεχνολογική υστέρηση της Ε.Ε. έναντι των ανταγωνιστών της (ΗΠΑ και Κίνας) μπορεί να περιοριστεί. Η εξέλιξη αυτή σχετίζεται και με την αμυντική αυτονόμηση της Ε.Ε με συμπληρωματική ευρωπαϊκή στρατιωτική δύναμη παράλληλη του ΝΑΤΟ, ιδίως όταν είναι πιθανή η συρρίκνωση του αμερικανικού ενδιαφέροντος για την άμυνα της Ευρώπης. Προφανώς, μια τέτοια προοπτική αμυντικής αυτονόμησης συνδέεται και με την ενδυνάμωση της εξωτερικής πολιτικής, ώστε να υπάρχει ουσιαστική παρέμβαση της Ε.Ε. στις κρίσιμες διεθνείς υποθέσεις, όπως ο πόλεμος στην Ουκρανία και στη Γάζα.

Η οικονομική αποδυνάμωση της Ε.Ε. συνδέεται προφανώς με τον δημογραφικό μαρασμό της έναντι άλλων περιοχών του κόσμου και κυρίως της Αφρικής, με συνέπεια τη δημιουργία συνθηκών για μεγάλες μεταναστευτικές ροές από τον Νότο προς τον Βορρά. Η ενσωμάτωση των μεταναστών πρέπει να αποτελεί πρώτη προτεραιότητα μαζί με τους ελέγχους στα σύνορα, ώστε να μην τροφοδοτούνται οι αντιευρωπαϊκές εθνικιστικές δυνάμεις που απεργάζονται τη διάλυση της Ε.Ε. Η νέα συμφωνία για τη μεταναστευτική πολιτική είναι αρκετά ικανοποιητική, όμως οι αντιδράσεις κυρίως των πρώην ανατολικών κρατών-μελών παραμένουν σημαντικό εμπόδιο στην πραγματοποίησή της.

Το κράτος δικαίου και η δημοκρατική συμπεριφορά των κυβερνήσεων των κρατών-μελών αποτελούν ασπίδα εναντίον της ανάπτυξης απαξιωτικών συμπεριφορών των Ευρωπαίων πολιτών για την πολιτική και συνεπώς την άρνηση συμμετοχής τους στην εκλογική διαδικασία. Η βελτίωση επίσης των εκπαιδευτικών μεθόδων και της παιδείας σε όλα σχεδόν τα κράτη-μέλη δεν είναι αναγκαία μόνο για την ανάπτυξη νέων δεξιοτήτων μπροστά στη ραγδαία τεχνολογική εξέλιξη και την τεχνητή νοημοσύνη, αλλά και για την εμπέδωση δημοκρατικής και ανεκτικής συμπεριφοράς των Ευρωπαίων πολιτών έναντι των προσφύγων με σεβασμό των διαφορετικών απόψεων και των διαφορετικών πολιτισμικών παραδόσεων.

Τέλος, και ίσως σημαντικότερο από όλα, προτεραιότητα αποτελεί η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας. Η δημοκρατική διαβούλευση στην εφαρμογή των ευρωπαϊκών κανόνων για την πράσινη μετάβαση, ιδίως από ευπαθείς επαγγελματικές ομάδες, όπως είναι οι αγρότες σε πολλά κράτη-μέλη, είναι ο μόνος τρόπος για να μην ανασταλεί η προσπάθεια για την απαλλαγή από τα ορυκτά καύσιμα και από τις πρακτικές που ρυπαίνουν ανεπανόρθωτα το περιβάλλον.

Η νέα πενταετής περίοδος με αφετηρία τη διενέργεια των ευρωεκλογών θα πρέπει να αποτελέσει μια ευκαιρία να σκεφτούμε, να επιλέξουμε και να στείλουμε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τους καταλληλότερους ανθρώπους ως ευρωβουλευτές με στόχο την ενδυνάμωση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, που αποτελεί, παρά τα ελλείμματα, τον μοναδικό δρόμο ανάπτυξης με δημοκρατία και κοινωνική δικαιοσύνη για όλες τις ευρωπαϊκές χώρες και προφανώς και για τη χώρα μας.