*Πρόεδρος του ΚΕΠΕ και του Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου
Διαβάζοντας την εισηγητική έκθεση του κρατικού Προϋπολογισμού 2025 διέκρινα δύο θετικά και δύο αρνητικά χαρακτηριστικά. Στα θετικά, ο Προϋπολογισμός του 2025 είναι αναπτυξιακός. Παρόλο που η ανάπτυξη έχει αναθεωρηθεί προς τα κάτω, στο 2,2% το 2024 και στο 2,3% το 2025, εξακολουθεί να είναι πολύ πάνω από τις προβλέψεις των ομολόγων της ευρωζώνης - 0,8% και 1,3% αντίστοιχα.
Σε απόλυτες τιμές, το ΑΕΠ, όπως αναθεωρήθηκε από την ΕΛΣΤΑΤ, υπολογίζεται σε 225,197 δισ. το 2023, σε 236,965 δισ. ευρώ το 2024 και αναμένεται να φτάσει τα 247,514 δισ. ευρώ το 2025. Η αύξηση των επενδύσεων το 2025, αν και αναθεωρήθηκε επίσης προς τα κάτω, αναμένεται να φθάσει στο 6,7% το 2024 και στο 8,4% το 2025. Το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας εκτιμά, μάλιστα, ότι οι επενδύσεις θα φτάσουν το 17,5% του ΑΕΠ το 2025, έναντι 20,8% του ΑΕΠ της ζώνης του ευρώ το 2025. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του, το επενδυτικό κενό θα φτάσει το 3,3% του ΑΕΠ, το χαμηλότερο επίπεδο από το 2010.
Πέρα από τον αναπτυξιακό χαρακτήρα, ο Προϋπολογισμός 2025 προάγει τη δημοσιονομική σταθερότητα. Πράγματι, το πρωτογενές πλεόνασμα αναμένεται να είναι 2,5% το 2024 και 2,4% το 2025, με το συνολικό έλλειμμα στο 0,7% του ΑΕΠ το 2024 και στο 0,6% του ΑΕΠ το 2025.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο στόχος του Προϋπολογισμού για το 2024, καθώς και το σχέδιο σταθεροποίησης του περασμένου Ιουλίου στόχευαν στην επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος 2,1% του ΑΕΠ φέτος, αλλά οι καλές επιδόσεις εσόδων οδήγησαν σε αναθεώρηση προς τα πάνω. Πράγματι, η επιτροπή προέβλεψε πρόσφατα πρωτογενές πλεόνασμα 2,9% του ΑΕΠ το 2024. Το δημόσιο χρέος αναμένεται να μειωθεί σημαντικά, από 163,9% του ΑΕΠ το 2023 σε 154% του ΑΕΠ το 2024 και σε 147,5% του ΑΕΠ το 2025 - μείωση 16,5 ποσοστιαίων μονάδων σε δύο χρόνια. Ολα αυτά είναι καλά. Υπάρχουν, όμως, και τα αρνητικά χαρακτηριστικά του Προϋπολογισμού.
Πρώτα-πρώτα, ο Προϋπολογισμός του 2025 δεν καταφέρνει να αντιστρέψει μια στρεβλή εικόνα που ξεκίνησε από τα μνημόνια και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Αναφέρομαι στον λόγο έμμεσων και άμεσων φόρων. Οι έμμεσοι φόροι, όπως παραδέχεται το σύνολο της οικονομικής σκέψης, αποτελούν ένα κοινωνικά άδικο μοντέλο φορολόγησης, καθώς επιβαρύνουν όλους τους πολίτες ανεξάρτητα από το ύψος του εισοδήματός τους, ενώ η προβολή τους στη σφαίρα τις πραγματικής οικονομίας (μέσα και από τη διακύμανση της κατανάλωσης) επιφέρει δυσμενείς επιπτώσεις στη ρευστότητα της αγοράς και στη βιωσιμότητα της επιχειρηματικότητας, κυρίως της μικρομεσαίας, που είναι η «ραχοκοκαλιά» της ελληνικής οικονομίας.
Οπως παρατηρούμε τα τελευταία δύο χρόνια στην Ελλάδα, ο λόγος έμμεσων και άμεσων φόρων συνεχώς αυξάνεται και ανέρχεται πλέον στο 1,48 (δηλαδή για κάθε 1 ευρώ άμεσων φόρων καταβάλλεται 1,48 ευρώ για έμμεσους!) με την αναλογία να διαμορφώνεται στο 59,7% προς 40,22%. Θα περίμενε μάλιστα κανείς, σε μια αναπτυγμένη χώρα, όπως η Ελλάδα, οι φορολογικές Αρχές να αντλούν τα περισσότερα έσοδα με βάση τη φοροδοτική ικανότητα των πολιτών και όχι οριζόντια.
Προβληματισμό, επίσης, δημιουργεί η προβλεπόμενη αύξηση των εσόδων στα 69,2 δισ. ευρώ. Εάν αυτή η αύξηση οφειλόταν μόνο στη μεγέθυνση της οικονομίας, θα ήταν πολύ καλά. Ομως, με την απουσία τιμαριθμοποίησης της φορολογικής κλίμακας η αύξηση των εσόδων είναι αποτέλεσμα και των αυξήσεων των αποδοχών στον δημόσιο τομέα και στους συνταξιούχους, αλλά και στον ιδιωτικό τομέα και προφανώς στα έσοδα του τουρισμού.
Παράλληλα, η αδυναμία αντιμετώπισης της ακρίβειας θα οδηγήσει σε επιπλέον έσοδα από τον ΦΠΑ και τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης. Χιλιάδες φορολογούμενοι θα κληθούν να πληρώσουν επιπλέον φόρους, καθώς για τα επιπλέον εισοδήματα που θα εισπράξουν θα φορολογηθούν με υψηλότερους συντελεστές και θα αλλάξουν φορολογικό κλιμάκιο.
ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ
23/1/2025