Quantcast

Η επόμενη ημέρα: Δυνατότητες και περιορισμοί

γράφει ο Ναπολέων Μαραβέγιας*

* Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας, αντιπρύτανης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, πρώην υπουργός

Η ελληνική οικονομία, μετά από πολλές προσπάθειες και θυσίες του ελληνικού λαού, έχει φτάσει στην επιθυμητή ισορροπία, τόσο στο δημοσιονομικό ισοζύγιο όσο και στο ισοζύγιο πληρωμών. Επίσης, τα τελευταία χρόνια σημειώθηκαν μια αναιμική μεγέθυνση του ΑΕΠ, αύξηση των εξαγωγών, καθώς και μείωση της ανεργίας.

Ομως, τα αποτελέσματα αυτά είναι εξαιρετικά εύθραυστα και προφανώς ανεπαρκή, καθώς τόσο το εξωτερικό χρέος όσο και το εσωτερικό (χρέη στο Δημόσιο, στα ασφαλιστικά ταμεία και «κόκκινα δάνεια») έχουν φθάσει σε δυσθεώρητα ύψη. Η ανεργία παραμένει σε υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον μέσο όρο της Ε.Ε. και η μεγέθυνση του ΑΕΠ παραμένει καθηλωμένη γύρω στο 2%. Επιπλέον, το ποσοστό της φτώχειας στη χώρα μας, αν και μειώθηκε, βρίσκεται στο 18% του πληθυσμού, λόγω της υψηλής ανεργίας και των χαμηλών μισθών και συντάξεων. Συνολικά, σε σύγκριση με τον μέσο όρο της Ε.Ε. των «28», το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας φθάνει μόλις στο 68%, ξεπερνώντας μόνο τη Ρουμανία, την Κροατία και τη Βουλγαρία.

Συνεπώς, ο πρώτος στόχος της νέας κυβέρνησης πρέπει να είναι η μεγέθυνση του ΑΕΠ της χώρας, που θα οδηγήσει σε μείωση της ανεργίας, ανάσχεση της μετανάστευσης του εκπαιδευμένου ανθρώπινου δυναμικού, καθώς και γενικότερα σε αύξηση των εισοδημάτων.

Το μέγα ερώτημα είναι με ποια πολιτική μπορεί να «ξεκολλήσει» η Ελλάδα από τη σημερινή καθήλωση, ώστε να ακολουθήσει τους αναπτυξιακούς ρυθμούς των άλλων χωρών-μελών που βγήκαν από τα μνημόνια (Κύπρος, Πορτογαλία, Ιρλανδία) και να προσπαθήσει να γίνει μια σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα.

Μια πολιτική που θα αυξάνει την κατανάλωση των χαμηλόμισθων και των συνταξιούχων με ταυτόχρονη υπερφορολόγηση των μεσαίων στρωμάτων, όπως επιχειρήθηκε πρόσφατα, δεν αποδίδει. Εξάλλου, οι δυνατότητες αυξήσεων των μισθών και των συντάξεων προσκρούουν αφενός στους δημοσιονομικούς περιορισμούς -ήδη αμφισβητείται αν θα επιτευχθεί το πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ για το 2019- και στα περιθώρια των ασφαλιστικών ταμείων και αφετέρου στη χαμηλή παραγωγικότητα στον ιδιωτικό τομέα. Σε κάθε περίπτωση, έχει παρατηρηθεί διεθνώς ότι η ενίσχυση της καταναλωτικής ζήτησης σε ανοιχτές οικονομίες, όπως η ελληνική, αυξάνει απλώς τις εισαγωγές, χωρίς άμεση επίδραση στην εγχώρια παραγωγή, και ανατρέπει την ισορροπία στις εξωτερικές πληρωμές.

Επομένως, μια πολιτική που μπορεί να έχει αποτελέσματα στη μεγέθυνση του ΑΕΠ πρέπει να επιδιώκει την αύξηση της εγχώριας προσφοράς μέσω κινήτρων για επενδύσεις, οι οποίες κυρίως πρέπει να κατευθύνονται σε τομείς με υψηλό τεχνολογικό περιεχόμενο και να στοχεύουν στην αύξηση της απασχόλησης, στη βελτίωση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας της εγχώριας παραγωγής και βέβαια να σέβονται το περιβάλλον. Μια τέτοια πολιτική περιλαμβάνει μειώσεις στους φορολογικούς συντελεστές, μειώσεις στους συντελεστές της κοινωνικής ασφάλισης (για περιορισμό του μη μισθολογικού κόστους), άρση των κάθε είδους εμποδίων στις επενδύσεις και εξορθολογισμό των δαπανών του κράτους.

Ομως, η μείωση των φόρων δεν αρκεί από μόνη της για να προσελκύσει επενδύσεις. Εξάλλου, τα περιθώρια μείωσής τους είναι μικρά, καθώς, εκτός από τους περιορισμούς του Συμφώνου Σταθερότητας της Ε.Ε. (που επιβάλλει πλήρη ισορροπία μεταξύ δημόσιων εσόδων και δημόσιων δαπανών), υπάρχουν και οι δεσμεύσεις για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022 και στη συνέχεια 2,2% του ΑΕΠ μέχρι το 2060.

Μέχρι να υπάρξει, μετά από διαπραγμάτευση, η ευκταία αλλά δύσκολα επιτεύξιμη μείωση των δεσμεύσεων αυτών, το βάρος της προσέλκυσης επενδύσεων πέφτει αποκλειστικά στις διαρθρωτικές αλλαγές, που είναι απαραίτητες και εκκρεμούν τα τελευταία χρόνια. Προφανώς, αυτές οι διαρθρωτικές αλλαγές δεν είναι εύκολο να πραγματοποιηθούν. Βρίσκονται σε αντίθεση με χρόνιες παθογένειες, που είναι σύμφυτες με τον τρόπο που αναπτύχθηκε η χώρα μας, τουλάχιστον στη μεταπολιτευτική περίοδο, και οι οποίες την οδήγησαν στη χρεοκοπία.

Ειδικότερα, είναι γνωστό ότι η προσέλκυση επενδύσεων προϋποθέτει πάνω από όλα εμπέδωση κλίματος εμπιστοσύνης, αποτελεσματικότητα στη δημόσια διοίκηση, με αξιοκρατική και όχι πελατειακή στελέχωση και εξέλιξη, ταχύτητα στις αποφάσεις, καλλιέργεια επιχειρηματικής νοοτροπίας, άνοιγμα των αγορών, ιδιωτικοποιήσεις με διαφάνεια και ταχύτητα, εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος, αλλά και κατάλληλα εκπαιδευμένο ανθρώπινο δυναμικό, αντίστοιχο με τις ανάγκες της ελληνικής οικονομίας, που θα προκύπτει από ένα αποτελεσματικό εκπαιδευτικό σύστημα με έμφαση στην καινοτομία.

Δυστυχώς, τα παραπάνω δεν μπόρεσαν να επιτευχθούν όλα αυτά τα χρόνια της κρίσης. Συνεπώς, η νέα κυβέρνηση έχει να επιτελέσει από την επόμενη ημέρα ένα ηράκλειο έργο. Για τον σκοπό αυτόν θα πρέπει να κινητοποιήσει όλες τις δημιουργικές δυνάμεις του έθνους με αξιοκρατικά κριτήρια. Η χώρα μας πρέπει και μπορεί να προχωρήσει με άλματα στη νέα εποχή.