Quantcast

Η ευρωπαϊκή «κακοφωνία» στην ενεργειακή πολιτική

γράφει ο Ναπολέων Μαραβέγιας*

*Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας, κάτοχος της ευρωπαϊκής έδρας Jean Monnet, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ), πρώην υπουργός, πρώην αντιπρύτανης ΕΚΠΑ

Συμπληρώνεται σχεδόν ένας ολόκληρος χρόνος από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και η Ευρωπαϊκή Ενωση αναζητεί ακόμη μια συμφωνία για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης. Η πρόσφατη πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη θέσπιση ενός ανώτατου ορίου τιμής για το φυσικό αέριο προκάλεσε σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες θυμηδία, καθώς ορίστηκε τρεις φορές υψηλότερη από την τρέχουσα τιμή και δεν εγκρίθηκε. Παράλληλα, η πρόταση της χώρας μας και άλλων χωρών-μελών για τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού μηχανισμού για την αντιμετώπιση του κόστους της ενέργειας για τις επιχειρήσεις και τους πολίτες συζητείται χωρίς μέχρι στιγμής αποτέλεσμα. Η επίτευξη συμφωνίας για το ενεργειακό ζήτημα μετατίθεται από Συμβούλιο Υπουργών σε επόμενο Συμβούλιο Υπουργών ή ακόμη και στα Ευρωπαϊκά Συμβούλια Κορυφής.

Είναι προφανές ότι η ενεργειακή κρίση, που άρχισε με την αύξηση της τιμής των καυσίμων, αμέσως μετά την υποχώρηση της πανδημίας και πριν ακόμη την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία τον περασμένο Φεβρουάριο, διχάζει τις ευρωπαϊκές χώρες-μέλη. Τα συμφέροντα των χωρών-μελών αποκλίνουν μεταξύ τους. Ορισμένες από αυτές, π.χ. Ουγγαρία, δεν επιθυμούν να απεξαρτηθούν από το ρωσικό αέριο, ενώ άλλες, όπως π.χ. η Γερμανία, επιδιώκουν σταθερά την πλήρη απεξάρτησή τους. Οι ανάγκες σε ενέργεια είναι διαφορετικές μεταξύ βορείων και νοτίων χωρών-μελών, καθώς ο βαθμός εκβιομηχάνισής τους και συνεπώς οι ποσότητες καυσίμων που χρειάζονται είναι διαφορετικές. Το ενεργειακό μείγμα σε κάθε χώρα-μέλος διαφέρει, καθώς οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας έχουν μεγάλη σημασία, π.χ. στη Σουηδία σε σύγκριση με τη Γερμανία που εξαρτάται πολύ περισσότερο από το φυσικό αέριο. Επιπλέον, η Γαλλία χρησιμοποιεί περισσότερο την πυρηνική ενέργεια σε σχέση με άλλες χώρες-μέλη που έχουν αποφύγει αυτή τη μορφή ενέργειας ως επικίνδυνη για το περιβάλλον και την υγεία των κατοίκων τους.

Το ζήτημα είναι ότι, ενώ η πανδημία βοήθησε στην ενοποίηση της Ε.Ε., καθώς έπληξε όλες τις χώρες-μέλη με τον ίδιο σχεδόν τρόπο, η ενεργειακή κρίση, αντίθετα, διχάζει τις χώρες-μέλη και προκαλεί δυσαρμονία και κακοφωνία στην «ευρωπαϊκή ορχήστρα». Η πανδημία οδήγησε σε σημαντικά βήματα ολοκλήρωσης ακόμη και σε τομείς-ταμπού, όπως είναι η δημοσιονομική ένωση. Χαιρετίστηκε από πολλούς ως η αρχή μιας πορείας προς μια Ευρώπη της αλληλεγγύης, καθώς η δημιουργία του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας σχεδιάστηκε και με γερμανική συναίνεση, ώστε να ανταποκρίνεται στις ανάγκες των λιγότερο αναπτυγμένων χωρών-μελών της Ε.Ε. Οι χώρες αυτές εισπράττουν από το Ταμείο αναλογικά περισσότερα ποσά από όσα συνεισφέρουν στο συνολικό ΑΕΠ της Ε.Ε. (μεταξύ των οποίων και η χώρα μας).

Ομως, στο ζήτημα της ενεργειακής κρίσης φαίνεται να συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Οι περισσότερο αναπτυγμένες χώρες, κυρίως η Γερμανία, δείχνουν να ενδιαφέρονται σχεδόν αποκλειστικά για τις δικές τους ανάγκες σε ενέργεια, επειδή μπορούν, λόγω της δημοσιονομικής τους ευχέρειας, να αποζημιώσουν τις επιχειρήσεις και τους πολίτες τους έναντι των υψηλών τιμών των καυσίμων, κάτι που δημιουργεί και θέμα αθέμιτου ανταγωνισμού . Ο φόβος της Γερμανίας μήπως, αν ορισθεί χαμηλή ανωτάτη τιμή εισαγωγής φυσικού αερίου, δημιουργήσει προβλήματα εφοδιασμού και συνεπώς μεγαλύτερων προβλημάτων σε σχέση με τη σημερινή υψηλή τιμή του οδηγεί σε συνεχείς αναβολές λήψης απόφασης σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αναγκάζει, έτσι, τις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες να δαπανούν τεράστια ποσά σε κρατικές επιδοτήσεις προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις υψηλές τιμές του φυσικού αερίου και συνεπώς της ηλεκτρικής ενέργειας, όπως συμβαίνει και στη χώρα μας.

Η έλλειψη ευρωπαϊκής συμφωνίας στην ενεργειακή πολιτική επηρεάζει ολόκληρο το σύστημα αποφάσεων της Ε.Ε., «δηλητηριάζει» τις σχέσεις των επικεφαλής των κορυφαίων οργάνων της και οδηγεί σε μια γενικότερη «κακοφωνία». Ειδικότερα, η δυσαρμονία των σχέσεων μεταξύ Γερμανίας και Γαλλίας δεν αφορά μόνο την ενέργεια, αλλά και πολλά άλλα θέματα κρίσιμης σημασίας, όπως είναι ο προσανατολισμός της Ε.Ε. προς μεγαλύτερη αυτονομία σε σχέση με τις ΗΠΑ, ο εξοπλισμός της Γερμανίας με νέα οπλικά συστήματα χωρίς συμμετοχή της Γαλλίας, η εμπορική πολιτική της Γερμανίας με την Κίνα χωρίς ευρωπαϊκή διαβούλευση κ.ά.

Η ενεργειακή κρίση πρέπει να αντιμετωπισθεί άμεσα ώστε να μην αποτελέσει «θρυαλλίδα» για μια γενικότερη κρίση, που τροφοδοτείται από τον πληθωρισμό και την άνοδο των επιτοκίων. Η δυσαρέσκεια των πολιτών σε όλες σχεδόν τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης απέναντι στις υψηλές τιμές της ενέργειας και των τροφίμων (που συνδέονται άμεσα με τον πόλεμο στην Ουκρανία), σε συνδυασμό με την επερχόμενη ύφεση, εκδηλώνεται με την άνοδο των λαϊκιστικών και ακροδεξιών εθνικιστικών πολιτικών δυνάμεων, που μπορεί να οδηγήσουν ακόμη και στην κατάρρευση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.