Quantcast

Η γκετοποίηση της εξωτερικής πολιτικής

γράφει ο Σωτήριος Κ. Σέρμπος*

*Αναπληρωτής καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, πρώην επιστημονικός διευθυντής Σχεδιασμού Πολιτικής στο υπουργείο Εξωτερικών

Στη δημόσια σφαίρα, ο εν πολλοίς αποκλειστικά εστιασμένος ελληνοτουρκικός φακός δεν επιτρέπει τη λήψη και την ικανότητα αντίληψης της ευρυγώνιας μεγάλης εικόνας. Στην ψυχολογία της μάζας τα μόνα που έχουν «κλειδώσει» είναι α) η απειλή που (ορθά) συνιστά η Τουρκία και β) η αντίληψη πως κάποια νύχτα θα έρθει. Με το δεύτερο να συμπυκνώνει στοιχεία ανορθολογισμού που τόσο αγαπά να αιωρεί και να συντηρεί ο σιβυλλικός Ερντογάν. Για να σε μπερδεύει αλλά και για να τον ανέχεσαι. Μη γνωρίζοντας κι εσύ ο ίδιος τι στο τέλος θα κάνει. Κι αν δεν αντέξουμε την πίεση, μας περιμένει με ανοιχτή αγκαλιά. Δεν θα το πούμε φινλανδοποίηση, που είναι και πασέ, αλλά δίκαιη μοιρασιά.

Τα παραπάνω, με λαμπρές εξαιρέσεις, ως αποτέλεσμα της αναπαραγωγής ενός στρεβλού και μονότονα επαναλαμβανόμενου καχεκτικού μοτίβου συμπεριφοράς. Ρίχνοντας μια βαριά σκοτεινή κουρτίνα στην υπερ-εικόνα, τις περιφερειακές της αντανακλάσεις και τέλος τον αποφασιστικό αντίκτυπό τους στα ζητήματα ελληνικού ενδιαφέροντος. Ο εθισμός σε μια τέτοια συνθήκη προσομοιάζει τη λογική του γκέτο. Φωτογραφίζοντας τη νοοτροπία των μαύρων που, εξαιτίας της γκετοποίησης, χάνουν την αίσθηση και την επαφή με την πραγματικότητα. Χωρίς να επιδεικνύουν κανένα απολύτως ενδιαφέρον για το τι συμβαίνει έξω από το καταφύγιό τους.

Εννέα μήνες μετά τη ρωσική εισβολή της 24ης Φεβρουαρίου, αποδεικνύεται πως αυτό που κατάφερε το Κρεμλίνο ήταν κάτι περισσότερο από στρατηγικό λάθος. Προβληματίζοντας έντονα τις αναθεωρητικές δυνάμεις που προκρίνουν μια εναλλακτική, ανελεύθερη διεθνή τάξη. Με αντιδημοκρατικό πρόσημο, επαναπροσδιορισμό θεμελιωδών κανόνων του παιχνιδιού και αποδεκτών ορίων άσκησης εξωτερικής πολιτικής. Το γιατί αυτά μας αφορούν το προσπερνώ ως αδιαμφισβήτητο και αυταπόδεικτο. Σημειώνοντας πως σε μια ανάποδη εξέλιξη και εξαιτίας της ανάδειξης ενός εναλλακτικού συμπαγούς αντιηγεμονικού πόλου, η διεκδικητική και στρατηγικά απελευθερωμένη Τουρκία θα απαιτούσε αυξημένο (από τη Δύση) μπαξίσι. Μεταξύ άλλων, άπλωμα χεριού προς δυσμάς μεριά, ήτοι στο πανέρι μας. Μεταμορφωμένη από απειλή σε εφιάλτη των ελληνικών συμφερόντων.

Πίσω στην πραγματικότητα και περνώντας από τη Ρωσία στις ΗΠΑ, είναι ολοφάνερο γιατί ο Ερντογάν επιθυμούσε νίκη των Ρεπουμπλικανών στις ενδιάμεσες εκλογές. Ενθυμούμενος τις μνήμες του ένδοξου τραμπικού παρελθόντος. Τότε που δημιουργήθηκε ένα ρήγμα στη φιλελεύθερη διεθνή τάξη πραγμάτων, αλλάζοντας τις συμπεριφορές ηγετών από ανερχόμενες δυνάμεις. Αναβαθμίζοντας τη θέση των αυταρχιστών και των τάσεων που εκπροσωπούσαν σε γεωπολιτικό επίπεδο. Σκεπτόμενος πως αυτό θα συνιστούσε την έναρξη μιας περιόδου αναμονής για την επιστροφή του Τραμπ στον Λευκό Οίκο. Αξιολογώντας πως, αν τα πήγαινε καλά, πιθανόν να ξεκινούσαν από τώρα να προσαρμόζονται οι Δημοκρατικοί. Καθιστώντας τους περισσότερο μπόσικους, συναλλακτικούς και ευνοϊκούς προς τον ίδιο. Εχασε και για ακόμη μία φορά εκτέθηκε. Τόσο ο ίδιος όσο και η Τουρκία. Χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν εξακολουθεί να την έχει βγάλει αρκετά καθαρή από τους Δυτικούς. Χωρίς αυτό να συνεπάγεται πως δεν του τα φυλάνε για όταν καθαρίσει το τοπίο.

Φτάνοντας στην Ελλάδα. Για την οποία είναι η πρώτη φορά μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου (εξέλιξη που την υποβάθμισε) που επιστρέφει στον χάρτη και ξαναμπαίνει στο γεωπολιτικό παιχνίδι. Εξαιτίας της ρωσικής εισβολής, του ρόλου της γεωγραφίας και τέλος της απώλειας αξιοπιστίας από κοινού με τη διάρρηξη εμπιστοσύνης που ο Τούρκος Πρόεδρος συντηρεί έναντι της Δύσης, η Ελλάδα μετρήσιμα ενισχύεται. Η καθαρή και αξιόπιστη θέση της συνεπάγεται μόνο οφέλη. Με αναβαπτισμένο περιφερειακό ρόλο ως αντίβαρο εξισορρόπησης εκ μέρους της διατλαντικής κοινότητας αξιών και συμφερόντων. Επιπλέον, όσο αποδυναμώνεται η Μόσχα τόσο απομειώνεται η διαπραγματευτική δύναμη της Αγκυρας έναντι της Δύσης.

Με την τελευταία να αναχαιτίζει τις αξιώσεις της σε ζώνες που έχουν επιλεγεί να παραμείνουν πρωτίστως δυτικές. Εκεί η απάντηση της Δύσης είναι πως το ελέγχει: «No go», ή εναλλακτικά «Yok Tayyip bey». Μέχρι και η Γερμανία το ψελλίζει. Πού φτάσαμε! Και στροφή να κάνει η Τουρκία, τα ανωτέρω δεν ανακτώνται γρήγορα και πρόχειρα. Κάτι γνωρίζουμε κι από δω μεριά (βλ. οικονομία). Προσοχή, όμως, σε τρία σημεία: 1) Οι χώρες δεν λειτουργούν πάντα ορθολογικά. 2) Η υπεράσπιση της νησιωτικής γεωγραφίας δεν διασφαλίζεται. 3) Παραμένουμε υποχρεωμένοι να διατηρούμε αμφιβολίες ως προς τον χρόνο αντίδρασης της συμμαχικής στήριξης.

Συνοψίζοντας, είναι η ορθή αντίληψη του παρόντος που προετοιμάζει ένα μέλλον περισσότερο ασφαλές και ευήμερο για την Ελλάδα. Εχοντας -ως χώρα statusquo- αποδεχθεί την αληθινή της κατάσταση και τους αντικειμενικούς για εκείνη περιορισμούς. Καθιστώντας την περισσότερο ενεργητική, απαιτητικότερη και άρα σε συνεχή διαπραγμάτευση με τους συμμάχους. Με αντίληψη γεωπολιτικού ρεαλισμού και περιφερειακής ισορροπίας δυνάμεων.

Συμπερασματικά, το θέμα δεν είναι αν η Τουρκία ως ζήτημα εθνικής ασφάλειας υπερβαίνει τον κομματικό ανταγωνισμό, αλλά αν υπερβαίνει τις περιορισμένες εθνικές μας αντιλήψεις. Εχουμε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να τις διευρύνουμε. Γίνεται να την αρπάξουμε αντί να την προσπεράσουμε; Ε, γίνεται. Χωρίς οι πρωταγωνιστές να χαϊδεύουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια προς τέρψη της εγχώριας δημοτικότητας. Το βλέμμα τους καλείται να παραμένει στραμμένο εκτός του γκέτο. «Στεγνώνοντας την ψυχή τους για να κυβερνήσουν» (Κωνσταντίνος Καραμανλής). Βρέχοντας τα ποδαράκια τους και σε αφιλόξενα νερά. Στη διεθνή αρένα οι υπόλοιποι παραμένουν αναλώσιμοι.