Quantcast

Η οικονομία έχει αρχίσει να κινείται

γράφει ο Παναγιώτης Λιαργκόβας*

*Πρόεδρος του ΚΕΠΕ, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου

Το τελευταίο διάστημα παρακολουθούμε την ταυτόχρονη εξέλιξη δύο τάσεων, της υγειονομικής και της οικονομικής. Στο υγειονομικό πεδίο, βλέπουμε την ύφεση της πανδημίας τόσο σε νέα κρούσματα όσο και σε νοσηλευόμενους σε ΜΕΘ αλλά και σε απώλειες ανθρώπινων ζωών. Είναι προφανές ότι όσο περισσότεροι συμπολίτες μας εμβολιάζονται τόσο ταχύτερη είναι η μείωση των κρουσμάτων του κορωνοϊού. Στο οικονομικό πεδίο βλέπουμε σχεδόν καθημερινά μια σειρά από θετικές εξελίξεις που σηματοδοτούν τη σταδιακή επιστροφή σε μια δυναμική κανονικότητα. Θα σταθώ σε πέντε τέτοιες εξελίξεις.

Αρχίζω από την πρόσφατη επιτυχή έξοδο της χώρας στις αγορές για τη χρηματοδότηση δεκαετούς ομολόγου. Οι επενδυτές προσέφεραν πάνω από 30 δισ. ευρώ στο ελληνικό Δημόσιο, το οποίο ζητούσε «μόλις» 2,5 δισ. ευρώ, ενώ το επιτόκιο διαμορφώθηκε στο 0,9%, ελαφρώς υψηλότερα από τη βασική έκδοση των τίτλων τον περασμένο Ιανουάριο. Την ίδια ημέρα η Ελλάδα άντλησε 1 δισ. ευρώ μέσω έντοκων γραμματίων 52 εβδομάδων, με αρνητικό επιτόκιο -0,31%. Χρειαζόμασταν αυτά τα λεφτά και βγήκαμε στις αγορές; Δεν θα το έλεγα. Ηδη έχουμε ένα πολύ υψηλό μαξιλάρι ασφαλείας πάνω από 30 δισ. ευρώ. Ο λόγος που βγήκαμε στις αγορές είναι αφενός μεν για να πάρουμε μια ψήφο εμπιστοσύνης και αφετέρου για να συγκεντρώσουμε όσα περισσότερα κεφάλαια μπορούμε, τώρα που τα επιτόκια είναι πολύ ευνοϊκά. Δεν θα είναι πάντοτε.

Η δεύτερη θετική εξέλιξη, που σχετίζεται με την πρώτη, είναι ο ρυθμός με τον οποίο δημοσιεύονται τελευταία πολύ θετικές για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας εκθέσεις. Διεθνείς οργανισμοί, όπως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και ο ΟΟΣΑ, αλλά και εγχώριοι οργανισμοί καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας είναι πολύ θετικές, υποβοηθούμενες από την προσδοκία της έλευσης κεφαλαίων από το Ταμείο Ανθεκτικότητας και Ανάκαμψης. Το θετικό αυτό κλίμα αντανακλάται επίσης από τις αναβαθμίσεις του αξιόχρεου της Ελλάδας σε υψηλότερες βαθμίδες, όπως της Standard & Poor’s τον περασμένο Απρίλιο.

Σήμερα η χώρα μας απέχει 2 σκαλιά από την πολυπόθητη «επενδυτική βαθμίδα» και ο στόχος της αναβάθμισης μέσα στο 2022 είναι απόλυτα ρεαλιστικός. Εξάλλου, την ίδια εικόνα βγάζουν και τα πολυάριθμα deals που γίνονται τόσο στον επιχειρηματικό (π.χ. εξαγορά της Chipita από τον πολυεθνικό κολοσσό της Mondelez International (πρώην Kraft) όσο και στον τραπεζικό τομέα (π.χ. αύξηση μετοχικού κεφαλαίου της Τράπεζας Πειραιώς). Ουσιαστικά, αυτό που παρατηρείται είναι ότι τα επενδυτικά κεφάλαια αναζητούν μια θέση στην ελληνική αγορά, ακριβώς γιατί βλέπουν ότι το επόμενο διάστημα προβλέπεται πολύ φωτεινό.

Η τέταρτη θετική εξέλιξη είναι η πορεία των δεικτών οικονομικού κλίματος και καταναλωτικής εμπιστοσύνης. Τον περασμένο Μάιο και οι δύο δείκτες σημείωσαν την υψηλότερη επίδοση των τελευταίων 14 μηνών. Ουσιαστικά, δηλαδή, επανέρχονται στα προ κορωνοϊού επίπεδα.

Τέλος, θετική έκπληξη αποτέλεσε η ανακοίνωση του ρυθμού ύφεσης της οικονομίας για το πρώτο τρίμηνο του έτους. Εκεί που όλοι περίμεναν διψήφιο ποσοστό ύφεσης, η ΕΛΣΤΑΤ ανακοίνωσε ποσοστό της τάξης του -2,4% σε ετήσια βάση. Γιατί έγινε αυτό; Κυρίως διότι υπήρξε σημαντική άνοδος των επενδύσεων κατά 8,6%, η οποία περιόρισε την αρνητική επίδραση από τη μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης και των εξαγωγών. Ολα δείχνουν ότι η επόμενη τριετία θα είναι περίοδος ισχυρής ανόδου της παραγωγής και του ΑΕΠ. Το αν θα καταφέρουμε να πάμε το ίδιο καλά και στα επόμενα χρόνια, εξαρτάται πρώτιστα από τη βούληση της κυβέρνησης να προχωρήσει σε βαθιές και αναγκαίες μεταρρυθμίσεις στο κράτος, στην παιδεία και στη δικαιοσύνη.