*Πρόεδρος του ΚΕΠΕ και του Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου
Η ελληνική οικονομία έχει ανακάμψει πλήρως από τις επιπτώσεις της πανδημίας COVID-19. Επιπλέον, οι αρχικές πληθωριστικές πιέσεις, οι οποίες προκλήθηκαν από πλήθος εσωτερικών και εξωτερικών παραγόντων, έχουν υποχωρήσει. Ως εκ τούτου, η Ελλάδα είναι σήμερα προετοιμασμένη όχι μόνο για κανονική ανάπτυξη, αλλά ενδεχομένως και για απογείωση, υπό την προϋπόθεση ότι οι επενδύσεις και η εξ αυτών προκαλούμενη αύξηση της ζήτησης -μετά από μια δεκαετία και πλέον της κρίσης και της αργής ανάπτυξης- προωθούνται πλήρως.
Υπάρχουν, όμως, και τα αγκάθια: το επίμονο χάσμα στην παραγωγικότητα της εργασίας μεταξύ της ελληνικής οικονομίας και της ευρωπαϊκής, τόσο από την άποψη των απασχολούμενων ατόμων όσο και των ωρών εργασίας, που είναι ουσιαστικά ίδιο κατά την περίοδο 2019-2023. Δηλαδή, η ελληνική παραγωγικότητα της εργασίας σε απασχολούμενους είναι περίπου στο 61% του μέσου όρου της Ε.Ε. των «27» και στο 55% του μέσου όρου της ευρωζώνης. Αντίστοιχα, η ελληνική παραγωγικότητα σε ώρες εργασίας είναι περίπου 49% του μέσου όρου της Ε.Ε. των «27» και στο 43% του μέσου όρου της ευρωζώνης.
Επίσης, παρά τις θετικές προοπτικές ανάπτυξης, η αύξηση του ΑΕΠ το 2022 και το 2023 καθοδηγείται κυρίως από την ιδιωτική κατανάλωση και σε μικρότερο βαθμό από τις επενδύσεις. Εκτός αυτού, η επιδείνωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (έλλειμμα 9,7% επί του ΑΕΠ το 2022 από πλεόνασμα 1,5% το 2019) συνέβαλε στη μείωση του ΑΕΠ κατά 6,2%, καθώς οι εισαγωγές υπερέβησαν σημαντικά τις εξαγωγές. Επιπλέον, οι έντονες ανισότητες μεταξύ κέντρου και περιφέρειας παραμένουν, καθώς η Περιφέρεια Αττικής συνεχίζει να έχει σημαντικά καλύτερες επιδόσεις από τις υπόλοιπες περιφέρειες της χώρας σε όλους τους επιμέρους δείκτες και σε σχεδόν όλους τους πυλώνες του Δείκτη Περιφερειακής Ανταγωνιστικότητας. Ταυτόχρονα, η συνέχιση του πολέμου στην Ουκρανία, η εκτίναξη των τιμών της ενέργειας, ο επίμονος πληθωρισμός, το αυξημένο κόστος δανεισμού για επιχειρήσεις και νοικοκυριά, η τεχνολογική υστέρηση και οι συχνότερες φυσικές καταστροφές λόγω της κλιματικής αλλαγής θέτουν πρόσθετες προκλήσεις για την ελληνική οικονομία.
Εάν συνεχίσουμε, δεν πρόκειται να αυξήσουμε τον πλούτο στη χώρα μας, ιδιαίτερα εάν βάλουμε στην εξίσωση και το πρόβλημα του δημογραφικού. Συνεπώς, τι πρέπει να γίνει; Είναι απαραίτητο να αλλάξουμε το παραγωγικό μας μοντέλο. Διάφορες άμεσες και αποτελεσματικές δράσεις και μεταρρυθμίσεις θα πρέπει να λάβουν χώρα, προκειμένου η Ελλάδα να γίνει λιγότερο εξαρτημένη από τις εισαγωγές αγαθών, να γίνει πιο αυτάρκης όσον αφορά τα αγαθά και να είναι πιο εξωστρεφής στην εμπορικό ισοζύγιο, για να βελτιωθεί το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Μια πιο ολοκληρωμένη και στρατηγική εξέταση του συνολικού επενδυτικού σχεδίου της χώρας απαιτείται για να επιτευχθεί μια πιο ισορροπημένη και αποτελεσματική κατανομή των πόρων μεταξύ των τομέων της οικονομίας, με τρόπο που να βελτιώνει την παραγωγικότητα χωρίς συμβιβασμούς όσον αφορά τους περιβαλλοντικούς στόχους.
Επιπλέον, πρέπει να ληφθούν σημαντικά μέτρα για την επιτάχυνση του ψηφιακού μετασχηματισμού της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας και να διευκολυνθεί η πραγματική συμβολή των τεχνολογιών της βιομηχανίας στην οικονομία. Μεταξύ άλλων, η τεχνητή νοημοσύνη (ΤΝ) αναμένεται να έχει αξιοσημείωτο αντίκτυπο στην παραγωγικότητα, αλλά θα πρέπει επίσης να ληφθούν μέτρα για τον μετριασμό των (κοινωνικών, ασφαλιστικών, περιβαλλοντικών και άλλων) κινδύνων που απορρέουν από αυτή.
Παράλληλα, οι πολιτικές για την καταπολέμηση των κοινωνικών ανισοτήτων και των μέτρων για τη στήριξη της εδαφικής συνοχής και της περιφερειακής σύγκλισης είναι απαραίτητες για τη διασφάλιση μιας βιώσιμης ανάπτυξης χωρίς αποκλεισμούς. Τέλος, η επέκταση των τραπεζικών πιστώσεων, ιδιαίτερα στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, μέσα από στρατηγικές συμπράξεις και διερεύνηση εναλλακτικών τρόπων χρηματοδότησης, θα βοηθούσε στην αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας και του ΑΕΠ.
ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ
8/10/2024