Διεθνολόγος

Η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια κινείται μέσα σε ένα περιβάλλον που εναλλάσσεται ανάμεσα σε φάσεις αποκλιμάκωσης και στιγμές έντασης. Η ιδιαιτερότητα της σημερινής συγκυρίας έγκειται στο ότι από μια περίοδο σχεδόν απόλυτης ηρεμίας με την Τουρκία έχουμε περάσει σε μια κατάσταση που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «ελεγχόμενη ένταση». Δεν πρόκειται για την έκρηξη κρίσης με απρόβλεπτες διαστάσεις, αλλά για μια ισορροπία υπολογισμών. Μια ισορροπία, στην οποία η Τουρκία επιλέγει να διατηρεί το θερμόμετρο της αντιπαράθεσης σε σημείο που να θυμίζει τις γνωστές διεκδικήσεις της, χωρίς όμως να προχωρά σε κάποια δραματική κλιμάκωση που θα έθετε σε κίνδυνο τη σταθερότητα του μετώπου της ανατολικής Μεσογείου.

Η εξέλιξη αυτή δεν είναι τυχαία. Η Τουρκία εμφανίζεται σήμερα πιο αδύναμη από ό,τι στο παρελθόν σε στρατιωτικό και πολιτικό επίπεδο. Οι σχέσεις της με τις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν υποστεί σοβαρά πλήγματα, με χαρακτηριστική τη σκιά που έπεσε στη συνάντηση Ερντογάν – Τραμπ. Η Αγκυρα δεν εισέπραξε τα ανταλλάγματα που ανέμενε σε ζητήματα εξοπλισμών και στρατηγικής συνεργασίας, ενώ η αμερικανική διοίκηση παραμένει επιφυλακτική απέναντι σε μια χώρα που συνδυάζει την ιδιότητα του συμμάχου στο ΝΑΤΟ με την εμμονή να αναζητεί εναλλακτικές στη Μόσχα και στην Τεχεράνη. Η πραγματικότητα αυτή περιορίζει την τουρκική αυτοπεποίθηση, καθιστώντας δύσκολη την ανάληψη μονομερών ενεργειών μεγάλης κλίμακας εναντίον της Ελλάδας ή της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα βρίσκεται ενώπιον ενός παραθύρου ευκαιρίας. Για πρώτη φορά ύστερα από καιρό, η Αθήνα μπορεί να προχωρήσει αποφασιστικά σε ενεργειακά σχέδια που αφορούν την ανατολική Μεσόγειο και το Αιγαίο, χωρίς τον φόβο ότι θα βρεθεί απέναντι σε μια άμεση στρατιωτική αντίδραση από την πλευρά της Τουρκίας. Οι έρευνες για υδρογονάνθρακες νότια της Κρήτης και του Ιονίου, με τη συμμετοχή διεθνών ενεργειακών κολοσσών όπως η Chevron, αποτελούν ενδεικτική απόδειξη της νέας δυναμικής. Οι πολυεθνικές εταιρείες αναζητούν χώρες με σταθερό πολιτικό περιβάλλον και αξιόπιστη νομική τάξη. Η Ελλάδα μπορεί να προσφέρει αυτά τα εχέγγυα και να αναδειχθεί ως ελκυστικός προορισμός για μακροπρόθεσμες ενεργειακές επενδύσεις.

Η ευρωπαϊκή συγκυρία λειτουργεί ευνοϊκά. Η ανάγκη της Ευρώπης να διαφοροποιήσει τις πηγές ενέργειας και να μειώσει την εξάρτησή της από το ρωσικό φυσικό αέριο μετά την εισβολή στην Ουκρανία δημιουργεί περιθώρια τα οποία η Ελλάδα δεν πρέπει να αφήσει ανεκμετάλλευτα. Η χώρα μας μπορεί να αποτελέσει όχι μόνο σημείο εξόρυξης αλλά και κρίσιμο κόμβο διαμετακόμισης ενέργειας. Αγωγοί, πλωτές μονάδες υγροποιημένου φυσικού αερίου, αλλά και ηλεκτρικές διασυνδέσεις που συνδέουν την ανατολική Μεσόγειο με την ευρωπαϊκή ήπειρο καθιστούν την Ελλάδα πυλώνα της ευρωπαϊκής ενεργειακής ασφάλειας.

Η στρατηγική αυτή ενισχύεται και από τη διαρκώς αναβαθμιζόμενη συνεργασία με το Ισραήλ. Η ελληνοϊσραηλινή προσέγγιση των τελευταίων ετών δεν είναι συγκυριακή ούτε τυπική. Αποτελεί συνειδητή επιλογή αμφοτέρων, στηριγμένη σε κοινές ανησυχίες για την τουρκική στάση και σε κοινά συμφέροντα στον ενεργειακό τομέα. Η τριμερής συνεργασία Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ λειτουργεί ως θεσμοθετημένο πλαίσιο, το οποίο δίνει υπόσταση σε φιλόδοξα σχέδια όπως ο αγωγός EastMed και οι ενεργειακές διασυνδέσεις προς την Ευρώπη.

Αναμφίβολα, ο παράγοντας Γάζα αποτελεί μια κρίσιμη παράμετρο. Η σύγκρουση στη Λωρίδα της Γάζας απορροφά πολύτιμο διπλωματικό και στρατιωτικό κεφάλαιο του Ισραήλ, δυσχεραίνοντας την πλήρη εστίασή του στις συνεργασίες με την Ελλάδα και την Κύπρο. Αν, ωστόσο, το μέτωπο αυτό κλείσει ή σταθεροποιηθεί, τότε το Ισραήλ θα είναι σε θέση να επενδύσει ακόμη περισσότερο στη στρατηγική σχέση του με την Αθήνα. Αυτό θα δημιουργήσει ένα ακόμα πιο ασφαλές και υποσχόμενο περιβάλλον για την υλοποίηση κοινών σχεδίων, τα οποία θα αλλάξουν τον ενεργειακό χάρτη της περιοχής.

Το ζήτημα είναι η ελληνική πολιτεία να επιμείνει στην απαραίτητη αποφασιστικότητα και διορατικότητα ώστε να κεφαλαιοποιήσει αυτή τη συγκυρία, γνωρίζοντας ότι τέτοια παράθυρα δεν μένουν για πάντα ανοιχτά.