Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας, Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, πρώην υπουργός, πρώην αντιπρύτανης ΕΚΠΑ

Από τα τέλη του 19ου αιώνα, πολλοί θεωρητικοί ονομαζόμενοι νεοκλασικοί οικονομολόγοι προσπάθησαν να διαμορφώσουν την επιστήμη της οικονομίας ως μία αυτόνομη επιστήμη που έχει τους δικούς της κανόνες, αρχές και περιεχόμενο, χωρίς να ετεροκαθορίζεται από την πολιτική. Απομακρύνθηκαν έτσι από τους κλασικούς της πολιτικής οικονομίας, τον Σμιθ, τον Ρικάρντο, τον Μαρξ και όλους όσοι θεωρούσαν ότι η οικονομία εμπλέκεται άμεσα με την πολιτική και η πολιτική με την οικονομία.

Παρά τις αποτυχίες ερμηνείας και «θεραπείας» της μεγάλης οικονομικής κρίσης του 1929 που πρότειναν οι νεοκλασικοί οικονομολόγοι, συνέχισαν τις θεωρητικές τους αναζητήσεις μέχρι που κυριάρχησε ο Κέυνς, ο οποίος έφερε και πάλι την πολιτική στην οικονομική θεωρία. Η κεϋνσιανή αντίληψη του ρόλου της πολιτικής στην οικονομία κυριάρχησε μεταπολεμικά μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970, με την ανάδειξη του κεντρικού ρόλου του κράτους στην οικονομική ανάπτυξη και στη «θεραπεία» των οικονομικών κρίσεων. Τοποθετώντας το κράτος με τις πολιτικές αποφάσεις του στο επίκεντρο, ο Κέυνς και οι επίγονοί του εξασφάλισαν σχεδόν τρεις δεκαετίες μεταπολεμικής ανάπτυξης με κοινωνική ειρήνη, δίνοντας θεωρητικά όπλα σε όλες τις πολιτικές δυνάμεις του δυτικού κόσμου να διαχειριστούν με σχετική επιτυχία τις αντιφάσεις του ανερχόμενου καπιταλιστικού συστήματος παγκοσμίως.

Από τις αρχές της δεκαετίας του ’70, η προϊούσα παγκοσμιοποίηση, με τη διεθνοποίηση των οικονομιών και την απελευθέρωση του διεθνούς εμπορίου, περιόρισε δραστικά την επιτυχία της κεϋνσιανής πολιτικής, η οποία, μετά την κρίση του πετρελαίου το 1973, δεν μπορούσε πλέον να έχει επιτυχία στα εθνικά όρια ενός κράτους. Οι αυξήσεις των μισθών ως απάντηση στη μεγάλη αύξηση των τιμών διαιώνιζε τον πληθωρισμό και αύξανε υπέρογκα τα δημοσιονομικά ελλείμματα με τις κρατικές παροχές και την υψηλή φορολογία στα πλαίσια του κεϋνσιανού κράτους πρόνοιας σε ολόκληρη τη δεκαετία.

Από τη δεκαετία του 1980 κυριάρχησε μια εντελώς αντίθετη αντίληψη για τον ρόλο του κράτους στην οικονομία, όχι όμως λιγότερο παρεμβατική. Το κράτος τώρα, με πολιτικές αποφάσεις του και πάλι, έπρεπε να περιορίσει τις κρατικές δαπάνες, να συγκρατήσει τους μισθούς και να μειώσει τη φορολογία των επιχειρήσεων. Τώρα είχε σημασία η αύξηση της προσφοράς από τις επιχειρήσεις και όχι η αύξηση της ζήτησης από τους εργαζομένους, προκειμένου να μειωθεί ο πληθωρισμός και να αυξηθούν οι εξαγωγές. Η νέα αυτή αντίληψη είχε σχετική επιτυχία και σε όλες τις δυτικές χώρες μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1980.

Με την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 η αντίληψη αυτή παγιώθηκε χωρίς σημαντικές αμφισβητήσεις από τους εργαζομένους με αποτέλεσμα να αποτελέσει πλέον τη μοναδική πολιτική από όλες σχεδόν τις πολιτικές δυνάμεις. Το κράτος υποχώρησε σταδιακά, οι αποκρατικοποιήσεις όλων σχεδόν των δημοσίων επιχειρήσεων πραγματοποιήθηκαν, τα δημόσια οικονομικά επανήλθαν σε ισορροπία, αλλά οι κοινωνικές και περιφερειακές ανισότητες αυξήθηκαν ραγδαία. Σταδιακά, άρχισε να εμπεδώνεται η αντίληψη ότι η οικονομία λειτουργεί αυτόνομα, ότι περιττεύουν οι πολιτικές αποφάσεις και ότι το κράτος με την πολιτική του δεν χρειάζεται να ρυθμίζει τις οικονομικές λειτουργίες. Κυριάρχησε η αντίληψη ότι δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική οικονομική επιλογή, η γνωστή ως TINA (There Is No Alternative).

Οταν ξέσπασε η οικονομική κρίση του 2008, και πάλι το κράτος επιστρατεύτηκε προκειμένου να ξεπεραστεί η κρίση με μαζικές δημοσιονομικές και νομισματικές παρεμβάσεις κεϋνσιανής προσέγγισης. Και πάλι η πολιτική συνέβαλε στο ξεπέρασμα της κρίσης, χωρίς όμως να θεραπεύσει τις υπάρχουσες κοινωνικές και περιφερειακές ανισότητες. Στη συνέχεια, η πολιτική υποχώρησε μπροστά στη θριαμβεύουσα παγκοσμιοποίηση που ανέδειξε πρωταγωνιστές τις χώρες της Ασίας με πρώτη την Κίνα. Η πανδημία των 2020-2021 επανέφερε στο προσκήνιο το κράτος και την πολιτική για την αντιμετώπιση της παύσης πολλών οικονομικών δραστηριοτήτων, εφαρμόζοντας δημοσιονομική και νομισματική χαλάρωση, η οποία μετά το τέλος της υγειονομικής κρίσης προκάλεσε πληθωρισμό, κυρίως επειδή οι αλυσίδες εφοδιασμού παρουσίασαν κενά. Το πληθωριστικό κύμα διογκώθηκε με την επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία και αντιμετωπίστηκε πάλι από την πολιτική με την συρρίκνωση της νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής και την αύξηση των επιτοκίων των κεντρικών τραπεζών.

Σήμερα, καθώς πλέον η πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ αμφισβητείται από την Κίνα, η πολιτική κυριαρχεί μετά την εκλογή του Προέδρου Τραμπ, ο οποίος -ίσως ανορθόδοξα και αδέξια- με πολιτικές αποφάσεις προσπαθεί να ρυθμίσει την παγκόσμια οικονομία προς όφελος των ΗΠΑ, προκαλώντας παγκόσμια αναστάτωση. Ο ρόλος της πολιτικής και της γεωπολιτικής έγινε πλέον όχι μόνο σημαντικός για τη λήψη των οικονομικών αποφάσεων, αλλά και απολύτως καθοριστικός. Η οικονομική πολιτική του Προέδρου Τραμπ καθορίζει πλέον τα όρια της παγκοσμιοποίησης και τις ισοτιμίες των νομισμάτων, κλονίζει τη σταθερότητα της παγκόσμιας οικονομίας με πιθανή αναζωπύρωση του πληθωρισμού και της ύφεσης και τελικά καθορίζει την ευημερία του πλανήτη. Συνεπώς, φαίνεται ότι η πολιτική εμπλέκεται με την οικονομία άλλοτε με θετικά και άλλοτε με αρνητικά αποτελέσματα.