Quantcast

Μονόδρομος οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις

γράφει ο Παναγιώτης Λιαργκόβας*

*Πρόεδρος του ΚΕΠΕ και του Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου

Διάβαζα πρόσφατα μια πολύ επίκαιρη μελέτη του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών (ΚΕΦΙΜ) με τίτλο «Αυξανόμενο κόστος διαβίωσης». Η μελέτη επιχειρεί να απαντήσει στο ερώτημα ποιες κυβερνητικές πολιτικές (φορολογικές & ρυθμιστικές) συμβάλλουν στο αυξημένο κόστος διαβίωσης στις ευρωπαϊκές χώρες. Οι χώρες που συμμετέχουν, επιπλέον της Ελλάδος, στη μελέτη είναι η Γερμανία, η Πολωνία, η Ιταλία και η Ρουμανία. Η εξέταση των παραγόντων που συμβάλλουν στην «ακρίβεια» έχει ιδιαίτερη σημασία και για την Ελλάδα, η οποία στην παρούσα συγκυρία αντιμετωπίζει, όπως και άλλες χώρες, τις έκτακτες επιπτώσεις του τραγικού πολέμου στην Ουκρανία, την ώρα, όμως, που εισοδήματα, απασχόληση και επενδύσεις ακόμα διατηρούν την κληρονομιά της κρίσης της προηγούμενης δεκαετίας.

Στη χώρα μας, όπως τυπικά συμβαίνει στις χώρες με συγκριτικά χαμηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ, τα αγαθά είναι ακριβότερα από τις υπηρεσίες σε σχέση με το μέσο εισόδημα των καταναλωτών. Αντιθέτως, στις χώρες με υψηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ αναλογικά ακριβότερες είναι οι υπηρεσίες και αναλογικά φθηνότερα τα αγαθά. Τα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα λόγω της πανδημίας και η ενεργειακή κρίση που διογκώθηκε λόγω του πολέμου στην Ουκρανία ώθησαν προς τα πάνω τις τιμές, επιδεινώνοντας σημαντικά το βιοτικό επίπεδο των ελληνικών νοικοκυριών. Επιπλέον, το κόστος της προσαρμογής σε ένα πρότυπο ανάπτυξης και διαβίωσης που να είναι συμβατό με την επίτευξη περιβαλλοντικών στόχων βρίσκεται ακόμα μπροστά μας, τόσο ως Ελλάδα όσο ως Ευρώπη και πλανήτης.

Η διάρκεια και η ένταση της προσαρμογής είναι ακόμα σε μεγάλο βαθμό μη προσδιορισμένα μεγέθη, αλλά ήδη είναι σαφές ότι το κόστος της προσαρμογής θα είναι μεγάλο. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για χώρες όπως η Ελλάδα, που υστερούν σε κρίσιμους τομείς (όπως αυτός της ενεργειακής αποδοτικότητας) και δεν έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην επικείμενη μαζικοποίηση των αγαθών και υπηρεσιών που θα διευκολύνουν τη μετάβαση. Η μελέτη αναδεικνύει δύο παράγοντες που συμβάλλουν σημαντικά στη διατήρηση του επιπέδου του πληθωρισμού πάνω από το μέσο επίπεδο των άλλων χωρών της ευρωζώνης. Ο πρώτος παράγοντας είναι η φορολογία.

Στα χρόνια της δημοσιονομικής κρίσης, η υψηλή φορολογία ενίσχυσε το φαινόμενο της ακρίβειας, καθώς, ενώ οι μισθοί έπεφταν, οι φόροι κράτησαν σε υψηλά επίπεδα τις τιμές των προϊόντων. Ας θυμηθούμε τις αυξήσεις ΦΠΑ τα έτη 2005, 2010 και 2016, όταν, μάλιστα, οι αυξήσεις αυτές συνοδεύτηκαν και από σημαντικές μετατάξεις κατηγοριών αγαθών από χαμηλότερους συντελεστές σε υψηλότερους. Ή τις αυξήσεις στον ΕΦΚ κυρίως το 2009 και το 2017 στα καύσιμα, που αποτελούν βασική εισροή της εφοδιαστικής αλυσίδας και συγκεκριμένα συμβάλλουν στην αύξηση των τιμών σε όλο το φάσμα αγαθών και υπηρεσιών.

Ο δεύτερος παράγοντας που συντηρεί τις τιμές σε συγκριτικά υψηλότερο επίπεδο είναι το θεσμικό και ρυθμιστικό περιβάλλον της χώρας. Παρά την πρόοδο που έχει πραγματοποιηθεί τα τελευταία χρόνια, το θεσμικό περιβάλλον συνεχίζει να έχει στη χώρα μας σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στο κόστος διαβίωσης. Στις σχετικές κατατάξεις, η Ελλάδα εξακολουθεί να υπολείπεται σημαντικά έναντι των άλλων χωρών. Αυτό σημαίνει ότι η συνέχιση και ολοκλήρωση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων σε αγορές προϊόντων και υπηρεσιών -και ειδικά σε αγορές δικτύων-, η συνέχιση της μεταρρύθμισης του φορολογικού συστήματος σε φόρους κατανάλωσης αλλά και στην εργασία και παραγωγή και η προώθηση του εκσυγχρονισμού της δικαιοσύνης είναι αναγκαίες. Αποτελούν μονόδρομο για την ανόρθωση της παραγωγικής βάσης και, άρα, την ενίσχυση της παραγωγικότητας και τη διατηρήσιμη αύξηση εισοδημάτων αλλά, ταυτόχρονα, και μείωσης των τιμών των αγαθών.