*Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων, Πάντειο Πανεπιστήμιο
Τις προηγούμενες ημέρες είχαμε δύο τουλάχιστον σημαντικές εξελίξεις που σχετίζονται άμεσα με την εθνική ασφάλεια και την εξωτερική πολιτική. Από τη μία, δημοσιοποιήθηκε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο αναδιοργάνωσης των ενόπλων δυνάμεων και, από την άλλη, ένας πρώην πρωθυπουργός απομακρύνθηκε από την παράταξή του αφού προηγουμένως είχε αμφισβητήσει με τον πιο έντονο τρόπο την εθνική ευαισθησία του υπουργού Εξωτερικών και του πρωθυπουργού.
Ως προς το πρώτο, ανακοινώθηκε ένα εξοπλιστικό πρόγραμμα η υλοποίηση του οποίου σε βάθος χρόνου θα αναβαθμίσει χωρίς προηγούμενο την αμυντική ικανότητα της χώρας και παράλληλα θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για προβολή ισχύος σε περιοχές που αφορούν κρίσιμα εθνικά συμφέροντα. Στις αρχές του χρόνου αναμένεται να κατατεθεί προς έγκριση στη Βουλή. Οι ανειλημμένες υποχρεώσεις για το επόμενο διάστημα ανέρχονται σε 12,8 δισ. ευρώ, ενώ πρόκειται να προτεραιοποιηθούν προγράμματα που μακροπρόθεσμα θα κοστίσουν πάνω από 50 δισ. ευρώ. Δεν χρειάζεται να μπούμε σε λεπτομέρειες. Αυτό που αξίζει, όμως, να αναδειχθεί μέσα στη συγκεκριμένη πολιτική συγκυρία είναι ότι έχουν ληφθεί αποφάσεις που αποκαλύπτουν ότι για πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια υφίσταται και υλοποιείται ένας συνολικός σχεδιασμός. Και αυτό σημαίνει ότι οι βασικοί άξονες μιας στρατηγικής εθνικής ασφάλειας υπάρχουν και είναι σαφείς, αν και απ’ ό,τι φαίνεται η ολοκλήρωσή της έχει παραπεμφθεί στις καλένδες.
Η χώρα έχει ξεκινήσει την «ολική επαναφορά» της στρατιωτικής στρατηγικής της. Οι εμπειρίες της τελευταίας κρίσης με την Τουρκία πριν από τέσσερα χρόνια και κυρίως το γεγονός ότι η γειτονική χώρα έχει εξελιχθεί σε μια υπολογίσιμη βιομηχανική δύναμη στον τομέα της άμυνας που όλο και λιγότερο εξαρτάται -και όλο και λιγότερο θα εξαρτάται στο μέλλον- για τη στρατιωτική της ισχύ από τρίτους (όπως δυστυχώς συμβαίνει στην περίπτωση της Ελλάδας), αναγκάζει τη χώρα μας να αλλάξει την στρατηγική της λογική και να επενδύσει περισσότερο από ποτέ σε ικανότητες A2/AD (anti-access/area denial), με στόχο να κάνει το Αιγαίο μια περιοχή ελεγχόμενης πρόσβασης για εχθρικές δυνάμεις, σε περίπτωση που η προσπάθεια να επιλύσουμε τις διαφορές μας με την Τουρκία αποτύχουν και αυτή τη φορά και το φάσμα μιας στρατιωτικής αντιπαράθεσης επιστρέψει.
Στα χαρτιά, αυτή η στρατηγική υπήρχε πάντοτε, αλλά ποτέ δεν είχαμε μια ολοκληρωμένη πρόταση όπως αυτή που φαίνεται να έχει πλέον σχεδιαστεί από το υπουργείο Εθνικής Αμυνας και την κυβέρνηση. Στο παρελθόν, οι αντιδράσεις μας ήταν ad hoc και αποτέλεσμα σπασμωδικών κινήσεων παρά μέρος μιας συνολικής προσέγγισης. Ο στόχος αυτή τη φορά φαίνεται επιτέλους να είναι η δημιουργία μιας πολύ πιο ανθεκτικής, ευέλικτης και διαφοροποιημένης δύναμης με ισχύ πυρός επαρκή για να αυξήσει κατακόρυφα το κόστος ενός στρατιωτικού διαβήματος. Προσοχή, ο στόχος δεν είναι η στρατιωτική κυριαρχία στην περιοχή. Αυτό δεν μπορεί να υπάρξει και μόνο αφελείς θα το υποστήριζαν. Η άλλη πλευρά θα επενδύσει και αυτή ακόμη περισσότερο και θα προσπαθήσει με τη σειρά της να υπονομεύσει την αξιοπιστία της ελληνικής στρατηγικής. Δεν θα είναι μια κούρσα εξοπλισμών. Ούτε θέλουμε, ούτε μπορούμε να ακολουθήσουμε μια οικονομία όπως η Τουρκική. Θα ήταν καταστροφή για την εθνική οικονομία και την ευημερία της ελληνικής κοινωνίας. Αν το επιδιώξουμε, θα κάνουμε το καλύτερο δώρο στην άλλη πλευρά. Η Τουρκία θα επικρατήσει χωρίς να χρειαστεί να ρίξει μια τουφεκιά.
Και αυτό μας φέρνει στο πλέον κρίσιμο ζήτημα που αφορά τον στόχο της εθνικής στρατηγικής την οποία η στρατιωτική ισχύς έρχεται να υποστηρίξει. Θα φανεί σε κάποιους/ες ίσως αφελές, αλλά ο πολιτικός στόχος της ενίσχυσης της σκληρής ισχύος της χώρας είναι η ειρήνη! Οχι απλώς η ειρήνη μιας παγωμένης σύγκρουσης, με τον κίνδυνο μιας κρίσης που θα μπορούσε να ξεφύγει από τον έλεγχο να είναι πάντα υπαρκτός, αλλά μιας συνολικής δίκαιης και βιώσιμης διευθέτησης - όσο βεβαίως συνολικές και βιώσιμες μπορεί να είναι οι λύσεις σε προβλήματα διεθνούς πολιτικής. Πάντως, από όποια εθνική στρατηγική απουσιάζει αυτός ο άξονας αυτή είναι καταδικασμένη σε αποτυχία σε σχέση με τον υπέρτατο πολιτικό στόχο. Αυτό, λοιπόν, που, για όσες και όσους έχουν έστω και ελάχιστη σχέση με την ουσία της στρατηγικής, αποτελεί μια ολοκληρωμένη προσέγγιση συζήτησης και διαπραγμάτευσης, στη χώρα μας αμφισβητείται. Η ισχύς μιας χώρας αποκτά νόημα και εξαργυρώνεται στο πεδίο της διαπραγμάτευσης. Η εναλλακτική είναι το πεδίο της μάχης, για το οποίο πρέπει να είμαστε πάντοτε έτοιμοι αλλά χωρίς να το καθιστούμε μονόδρομο. Η απουσία διαλόγου δεν είναι στρατηγική επιλογή. Οταν η Αθήνα την υιοθέτησε στη δεκαετία του 1980 είχαμε μόνο κόστος και σχεδόν μηδενικό όφελος. Ο φόβος που εκδηλώνεται και υποδαυλίζεται από ορισμένους και ορισμένες δεν δικαιολογείται. Σε μερίδα της ελληνικής δημόσιας σφαίρας κυριαρχούν συμπλεγματικές αντιλήψεις απέναντι στην Τουρκία που δεν δικαιολογούνται και «επιμολύνουν» με ανασφάλεια την όποια διαπραγματευτική στρατηγική. Είναι καιρός να τελειώνουμε με την εθνική μας κατάθλιψη.
ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ
5/12/2024