Quantcast

Ο γεωπολιτικός αναθεωρητισμός και ο ρόλος της Ελλάδας

γράφει ο Σωτήριος Κ. Σέρμπος*

*Αναπληρωτής καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, πρώην επιστημονικός διευθυντής Σχεδιασμού Πολιτικής, υπουργείο Εξωτερικών

Σε δεκαπέντε ημέρες επιστρέφει στο τιμόνι της δυτικής ναυαρχίδας ο Ντόναλντ Τραμπ. Παραλαμβάνει έναν κόσμο περισσότερο άστατο συγκριτικά με την πρώτη θητεία του. Περισσότερο ανταγωνιστικό, σκληρό και -το κυριότερο- βίαιο.Με την Ευρώπη να αντιμετωπίζει σοβαρό δομικό ζήτημα. Εν μέσω παρατεταμένης γεωπολιτικής υπνοβασίας εξαιτίας του ρίσκου που ανέλαβε από την έλλειψη κοινής εξωτερικής-αμυντικής πολιτικής, το διεθνές περιβάλλον άλλαξε δραματικά με συνέπειες για την πολιτική ενότητα και τη συνοχή της. Δεν μπορεί να στηρίζεται αποκλειστικά στην αμυντική ομπρέλα των ΗΠΑ, στη ρωσική ενέργεια, αλλά ούτε και στη δοκιμαζόμενη γερμανική οικονομία στον ρόλο της ατμομηχανής, όπως παλαιοτέρα. Ταυτόχρονα, αντιμετωπίζει εντονότερο και συχνά ανορθόδοξο οικονομικό ανταγωνισμό από ΗΠΑ και Κίνα, υβριδικό πόλεμο από μια αποξενωμένη πυρηνική δύναμη, ενώ το επιπλέον αμυντικό και ενεργειακό κόστος που αναπόφευκτα θα αναλάβει, παράλληλα με τη γήρανση του πληθυσμού, θα δοκιμάσει το κοινωνικό κράτος και την κοινωνική ειρήνη, ευνοώντας τον λαϊκισμό. Με ορατό τον κίνδυνο από την παράλυση, η αναζωογόνηση της χαμένης πίστης της Γηραιάς Ηπείρου συνιστά θεμελιώδες προαπαιτούμενο για τη μετατροπή της υπονομευμένης ελπίδας σε νικηφόρα ιστορία. Παραμένοντας οι αφέντες και όχι οι υπηρέτες του πεπρωμένου μας, η Ελλάδα είναι παρούσα με προτάσεις για ενεργητικές κοινές ευρωπαϊκές πολιτικές.

Τα επόμενα χρόνια, αρκετές μικρές χώρες θα αυτοπροσδιορίζονται ως Ουκρανίες και κάποιες μεγάλες θα αποκηρύσσονται ως Ρωσίες. Επομένως, το αποτύπωμα που θα αφήσει ο Αμερικανός Πρόεδρος στον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο θα επηρεάσει την αντίληψη τόσο των ανταγωνιστών της Δύσης όσο και του παγκόσμιου Νότου. Λαμβάνοντας υπόψη την εξέλιξη της κρίσιμης σχέσης μεταξύ Ουάσιγκτον και Πεκίνου, δεν συμφέρει ούτε τον ίδιο να φανεί πως η Δύση έχασε έναντι του κουαρτέτου (Ρωσία, Κίνα, Ιράν, Β. Κορέα). Σε αυτή την περίπτωση, θα διαπραγματευτεί μια φόρμουλα που όλοι θα μπορέσουν να δηλώσουν νικητές. Χωρίς να λησμονούμε πως το αμερικανικό συμφέρον εξυπηρετείται από τον μετριασμό της σχέσης Κίνας - Ρωσίας έτσι ώστε να μην καταστεί στρατηγική.

Αναπόδραστα, η διακυβέρνηση Τραμπ θα ενδυναμώσει τον συναλλακτικό χαρακτήρα στις διεθνείς σχέσεις των κρατών. Η εφαρμογή των φιλελεύθερων αξιών (Διεθνές Δίκαιο, διεθνής ευθύνη, ηθικό συμφέρον) θα εξαρτάται από τον βαθμό ιεράρχησής τους στις προτιμήσεις και στα κύρια συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων της παγκόσμιας τάξης. Δεν θα βρεθούν ψηλά στην κλίμακα δρώντων που τις θεωρούν απαξιωμένες και σε παρακμή. Οι πρώτες του δηλώσεις για τον Παναμά, τη Γροιλανδία αλλά και τον Καναδά ήταν αρκούντως τροχιοδεικτικές. Η ισχύς των ΗΠΑ είναι που θα έχει τον τελευταίο λόγο και αυτό δεν περνάει απαρατήρητο τόσο από τα μεγάλα απολυταρχικά καθεστώτα όσο και από κεντρικές περιφερειακές δυνάμεις, όπως η Τουρκία.

Δεν είναι τυχαίο πως μετά την πτώση του καθεστώτος Ασαντ και την ενίσχυση της διαπραγματευτικής δύναμης της Τουρκίας απέναντι στη Δύση, ο εκλεγμένος Αμερικανός Πρόεδρος έκανε άνοιγμα στον ομόλογό του στην Αγκυρα. Περνώντας το μήνυμα πως θα χρειαστεί να προχωρήσει σε συνεννοήσεις και συμφωνίες με έναν ισχυρό και αναβαθμισμένο ηγέτη που γνωρίζει καλά. Επιπλέον, αρέσκονται και οι δύο στο παζάρι. Ο ένας ως επιχειρηματίας και ο άλλος ως ανατολίτης. Αλλωστε, η Τουρκία έχει παράδοση να προσφέρει εκδούλευση στις μεγάλες δυνάμεις. Εκεί θα παίξει ρόλο η προσωπική τους σχέση και γι’ αυτό πιθανώς προχώρησε σε αυτή τη δήλωση.

Σε ρόλο χωροφύλακα στη Σύρια, η Τουρκία θα έχει «δουλειές με φούντες». Επαιξε ένα παιχνίδι υψηλού ρίσκου που της βγήκε και επιθυμεί να δρέψει τα οφέλη μιας ιστορικής ευκαιρίας για να αυξήσει την ισχύ της στη Μέση Ανατολή, καταφέρνοντας να καταστεί η δύναμη που θα παγιώσει και εντέλει σχετικώς να σταθεροποιήσει την κατάσταση στην περιοχή Συρίας - Ιράκ. Ιδανικά, όλοι στο τέλος να εξαρτώνται από την ίδια. Αν και θα χρειαστεί χρόνο δεν είναι ανέφικτο, διότι δεν έχει ανταγωνιστή. Στα ελληνοτουρκικά, θα συνεχίσει να θέτει τα θέματα και να προετοιμάζει ψυχολογικά το επόμενο στάδιο, αλλά δεν έχει λόγο άμεσα να ανεβάσει την ένταση. Αν όμως επιτύχουν τα σχέδιά της στη Μέση Ανατολή, δεν θα πρέπει να αμφιβάλλουμε πως θα επανέλθει δυναμικά στο Αιγαίο για το εύρος της εξόδου στη θάλασσα που διεκδικεί. Με το τρένο να έχει μπει στις ράγες, η εκκρεμότητα υπέρβασης της κεμαλικής κληρονομιάς παραμένει στο μυαλό ενός ηγέτη που θα περάσει στη μεταπολεμική ιστορία ως ο νέος Ατατούρκ.

Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, η πατρίδα μας παραμένει αντίβαρο και βασικός παράγοντας στην περιφερειακή εξισορρόπηση του γεωπολιτικού αναθεωρητισμού, χωρίς όμως να γνωρίζουμε τις συνθήκες υπό τις οποίες αργότερα θα δοκιμαστούν οι αντοχές του. Στο ενδιάμεσο, οι εξελίξεις στη Μέση Ανατολή αναβαπτίζουν τη σημασία της Κύπρου για τον Ελληνισμό, με τη Λευκωσία να εμβαθύνει στη συνεργασία της με τις ΗΠΑ. Με αδήριτη την ανάγκη η Ελλάδα να παραμείνει εξωστρεφής, οικονομικά εύρωστη και αταλάντευτα αξιόπιστη. Περισσότερο φιλόδοξη, έτσι ώστε μαχητικά να διαπραγματεύεται με τους συμμάχους της σχέδια και στρατηγικές προωθημένης σύμπλεξης εθνικών με διατλαντικά συμφέροντα. Συγχρόνως, απαιτητικότερη απέναντι στη Δύση για δικαιότερη κατανομή των βαρών και για περαιτέρω εκχώρηση τεχνολογικών-αμυντικών πλεονεκτημάτων με την ανάλογη οικονομική στήριξη.  

Τέλος, με την ηγεσία της να μετουσιώνει σε εφαρμοσμένη πολιτική την ενάρετη σύγκλιση πατριωτικών-κεντρώων δυνάμεων, ελέγχοντας και επικαιροποιώντας την εφαρμογή του τρίπτυχου της ομαλότητας. Που θα περιλαμβάνει ικανούς και φιλότιμους ανθρώπους, ολοκληρωμένες διαδικασίες σχεδιασμού και υλοποίηση προνοητικών πολιτικών. Προκειμένου όταν καθρεπτίζεται, να παραμένει συγχρονισμένο με το «ρολόι» της εκκολαπτόμενης παγκόσμιας τάξης. Πάνω σε αυτό καλούμαστε να εξαντλήσουμε τα όρια του εφικτού αλλά και της εκπαίδευσης στο ρίσκο του απρόβλεπτου. Χτίζοντας την άμυνα προκειμένου να μην γκρεμίσουμε την ελπίδα.