Πρόεδρος του ΚΕΠΕ και του Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας, καθηγητής Πανεπιστημίου Πελοποννήσου

Σε μια περίοδο παγκόσμιας ρευστότητας και αβεβαιότητας, η ελληνική οικονομία δείχνει αξιοσημείωτες αντοχές. Γεωπολιτικές κρίσεις, όπως ο συνεχιζόμενος πόλεμος στην Ουκρανία και η αστάθεια στην Ερυθρά Θάλασσα, διαταράσσουν τις διεθνείς εφοδιαστικές αλυσίδες και πιέζουν το εμπόριο και την ενέργεια.

Παράλληλα, η επιβράδυνση της ευρωζώνης και οι αμφίσημες αποφάσεις των μεγάλων κεντρικών τραπεζών -κυρίως της FED και της ΕΚΤ- εντείνουν τη διεθνή ανασφάλεια.

Σε αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα συνεχίζει να αναπτύσσεται με ρυθμούς υψηλότερους του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 2,5% στο τελευταίο τρίμηνο του 2024 και κατά 2,2% στο πρώτο τρίμηνο του 2025. Για το σύνολο του έτους, στο ΚΕΠΕ εκτιμούμε ρυθμό ανάπτυξης 2,2%, οριακά μικρότερο από την προηγούμενη εκτίμησή μας (2,3%).

Αυτά τα στοιχεία επιβεβαιώνουν τη διατήρηση της αναπτυξιακής δυναμικής, παρά την επιβράδυνση του διεθνούς εμπορίου. Κινητήριος δύναμη παραμένει η ιδιωτική κατανάλωση, ενισχυμένη από την αύξηση των εισοδημάτων, τη μείωση της ανεργίας και την ελεγχόμενη πορεία του πληθωρισμού.

Η αγορά εργασίας παρουσιάζει αισιόδοξες ενδείξεις. Η ανεργία υποχώρησε στο 9%, με την πλειονότητα των νέων προσλήψεων να αφορά πλήρη απασχόληση. Ενισχυμένες ήταν οι προσλήψεις στους τομείς της εκπαίδευσης, των επαγγελματικών υπηρεσιών και του εμπορίου.

Ωστόσο, οι διαρθρωτικές αδυναμίες παραμένουν. Η ανεργία στους νέους, στις γυναίκες και στους μακροχρόνια ανέργους εξακολουθεί να είναι υψηλή. Επιπλέον, η ταχεία αύξηση των κενών θέσεων -ειδικά στον τουρισμό- φανερώνει έλλειμμα αντιστοίχισης δεξιοτήτων και ανάγκες της αγοράς, κάτι που απαιτεί ανασχεδιασμό της πολιτικής κατάρτισης.

Πίσω από τη θετική μακροοικονομική εικόνα, παραμένουν σοβαρές κοινωνικές και περιφερειακές ανισότητες. Η ενεργειακή φτώχεια, αν και μειωμένη στα μη φτωχά νοικοκυριά, αυξήθηκε σημαντικά στα φτωχά, ιδίως σε περιφέρειες όπως η Ανατολική Μακεδονία, η Θεσσαλία και τα Ιόνια Νησιά.

Η άνιση πρόσβαση στην ενέργεια συνιστά απειλή όχι μόνο για την κοινωνική συνοχή αλλά και για την ίδια την αναπτυξιακή προοπτική των περιοχών αυτών. Η γεωργία αποτελεί έναν ακόμη τομέα που αποκαλύπτει τις αντοχές και τις αδυναμίες της οικονομίας. Η περίοδος 2019-2023 απέδειξε πόσο ευάλωτος είναι ο πρωτογενής τομέας σε διαταραχές – είτε λόγω πανδημίας, είτε λόγω ακραίων καιρικών φαινομένων. Παρά τη συγκυριακή αύξηση εισοδημάτων, η παραγωγική βάση παραμένει εύθραυστη. Η μετάβαση σε πιο ανθεκτικά, βιώσιμα και διαφοροποιημένα αγροτικά σχήματα είναι πλέον αναγκαία.

Η αγορά κατοικίας, από την πλευρά της, παρουσιάζει έντονα σημάδια υπερθέρμανσης. Οι τιμές των ακινήτων αυξάνονται με ρυθμούς μεγαλύτερους από την αύξηση των εισοδημάτων, περιορίζοντας την πρόσβαση σε αξιοπρεπή και προσιτή στέγαση, ιδίως για τους νέους και τα νοικοκυριά μέσου εισοδήματος. Η στεγαστική πίστη εξακολουθεί να κινείται υποτονικά. Τα υφιστάμενα προγράμματα, όπως το «Σπίτι μου», χρειάζονται επιτάχυνση και ενίσχυση, αλλά και συμπλήρωση από μακροπρόθεσμες πολιτικές κοινωνικής στέγασης.

Τέλος, οι αμοιβές εργασίας ως ποσοστό του ΑΕΠ παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα (34%) έναντι 47% στην Ε.Ε. Το γεγονός αυτό αντανακλά τη διαχρονική αδυναμία της ελληνικής αγοράς εργασίας να συνδέσει την παραγωγικότητα με τους μισθούς. Η ενίσχυση της θέσης της εργασίας -μέσα από συλλογικούς θεσμούς, διαπραγμάτευση και αναβάθμιση δεξιοτήτων- είναι κομβικής σημασίας για την επόμενη ημέρα.