Quantcast

Οι εκλογές στην Τουρκία και η Ελλάδα

γράφει ο Κώστας Υφαντής*

*Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και διευθυντής του ΙΔΙΣ, Πάντειο Πανεπιστήμιο

Εκτός δραματικού απροόπτου, σήμερα θα είναι η πρώτη ημέρα της νέας προεδρίας Ερντογάν. Για τα επόμενα πέντε χρόνια, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν θα παραμείνει ο πανίσχυρος κυβερνήτης μιας χώρας με σημαντικά προβλήματα, αλλά και με μια εξαιρετική δυναμική σχεδόν σε όλα τα πεδία εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής, εκτός από αυτό του εκδημοκρατισμού. Σε αυτό τον τελευταίο -ζωτικής σημασίας από κάθε άποψη, είναι η αλήθεια- τομέα είναι που συσσωρεύεται και η μεγαλύτερη απογοήτευση. Μια νίκη της αντιπολίτευσης πιθανότατα θα σηματοδοτούσε μια ανάσχεση της διολίσθησης της Τουρκίας σε ένα αυταρχικό πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο. Με τη διαφαινόμενη νίκη Ερντογάν, η Τουρκική Δημοκρατία φαίνεται κατοχυρώνει τη θέση της στο κλαμπ των «ανελεύθερων δημοκρατιών», σύμφωνα με την εννοιολογική «ευρεσιτεχνία» του Ρώσου Προέδρου Πούτιν.

Εφόσον επιβεβαιωθεί στην κάλπη, η επικράτηση Ερντογάν στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών είναι ακόμη πιο εντυπωσιακή, με δεδομένη τη δύσκολη οικονομική κατάσταση και την όχι καλή απόδοση της κυβέρνησης στη διαχείριση της καταστροφής μετά τον σεισμό της 6ης Φεβρουαρίου.

Πολλές και πολλοί αποδίδουν τη νέα νίκη Ερντογάν (13η τις δύο δεκαετίες που βρίσκεται στο τιμόνι της χώρας) στο γεγονός ότι ο αντίπαλός του Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου δεν είναι τίποτε άλλο από έναν άχρωμο γραφειοκράτη, οποίος δεν είχε καμία τύχη απέναντι στον λαϊκιστή χαρισματικό Ερντογάν. Αυτό που παραγνωρίζεται είναι ότι το καθεστώς Ερντογάν είχε εξουδετερώσει την υποψηφιότητα Ιμάμογλου με την απειλή μιας δικαστικής καταδίκης που θα μπορούσε να αφήσει την αντιπολίτευση χωρίς υποψηφιότητα λίγο πριν από τις κάλπες. Η ομηρεία Ιμάμογλου κατέστησε την υποψηφιότητα Κιλιτσντάρογλου σχεδόν μονόδρομο.

Τελικά, η τουρκική πολιτική αρένα είναι από πολλές απόψεις ευνοϊκή για τον Ερντογάν. Ελέγχει τον κρατικό κορβανά και η συντριπτική πλειονότητα των ΜΜΕ είναι στο πλευρό του. Τα περισσότερα Μέσα έχουν περάσει όλα αυτά τα χρόνια στην ιδιοκτησία υποστηρικτών του Προέδρου. Δεκάδες χιλιάδες διώξεις ασκούνται κάθε χρόνο εναντίον πολιτών που «προσβάλλουν τον Πρόεδρο» και ελάχιστες δεν καταλήγουν σε καταδίκες. Με την τελευταία συνταγματική αναθεώρηση, ο Πρόεδρος ελέγχει σχεδόν απόλυτα τη Δικαιοσύνη και την Ανώτατη Εκλογική Επιτροπή. Ο έλεγχος των μέσων κοινωνικής δικτύωσης είναι ισχυρός, με την κυβέρνηση να μπορεί να επιβάλει τον αποκλεισμό αντιπολιτευόμενων φωνών και να τα μπλοκάρει κατά το δοκούν. Υπό αυτές τις συνθήκες, μια νίκη της αντιπολίτευσης θα ήταν τεράστια πολιτική ανατροπή, μια έκπληξη πρώτου μεγέθους.

Η ελληνική εξωτερική πολιτική οφείλει να είναι προετοιμασμένη για μια πενταετία Ερντογάν, για μια Τουρκία που κατά πάσα πιθανότητα θα κινηθεί πάνω στους άξονες που γνωρίζουμε. Η ημερήσια διάταξη είναι διαμορφωμένη: «Γαλάζια πατρίδα», απαίτηση για αποστρατιωτικοποίηση των νησιών, απειλή πολέμου κ.λπ. Το βασικό σενάριο είναι αυτό και είναι προφανώς δυσοίωνο. Αν αυτή η εκτίμηση είναι σωστή, η πιθανότητα να επιστρέψει η ένταση είναι απλώς θέμα χρόνου. Υπάρχει και ένα άλλο σενάριο, λιγότερο πιθανό, που όμως επιβάλλεται να αξιολογηθεί. Εχουμε ήδη τέσσερις μήνες ηρεμίας. Πιθανότατα, αυτή η κατάσταση θα συνεχιστεί μέχρι και το τέλος της τουριστικής περιόδου. Δύο κυβερνήσεις με νωπή εντολή θα μπορούσαν να συμφωνήσουν σε μια νέα διαδικασία συζήτησης ή στην αναβίωση παλαιότερων (βλ. διερευνητικές επαφές). Ακόμη και μια νέα συνάντηση κορυφής θα μπορούσε να επιχειρηθεί, από τη στιγμή που η αποκλιμάκωση «κρατάει». Αυτή τη στιγμή, η τουρκική συμπεριφορά δείχνει ότι είναι διατεθειμένη να «επικοινωνήσει» χωρίς τις πολεμοκάπηλες κορώνες των προηγούμενων χρόνων. Ακόμη και αν είναι ένας τακτικισμός που εξυπηρετεί εσωτερικές και εξωτερικές σκοπιμότητες στην τρέχουσα συγκυρία, η Αθήνα οφείλει να είναι έτοιμη να ανταποκριθεί. Αν τα πράγματα επιστρέψουν στα γνωστά μοτίβα, η χώρα είναι έτσι και αλλιώς προετοιμασμένη για το χειρότερο.

Είτε στο καλό σενάριο είτε πολύ περισσότερο στο κακό, η εσωτερική σταθερότητα είναι απολύτως κρίσιμος παράγοντας. Μια παρατεταμένη πολιτική αβεβαιότητα θα υπονομεύσει τη δυνατότητα στρατηγικών αλλά και τακτικών επιλογών και θα επιτρέψει στην Αγκυρα να κερδίζει πόντους σε διπλωματικό αλλά και σε επιχειρησιακό επίπεδο.