Quantcast

Οικονομία και πολιτική στη μετά COVID εποχή

γράφει ο Παναγιώτης Ε. Πετράκης*

* Καθηγητής ΕΚΠΑ

Η επί τρεις σχεδόν δεκαετίες «μεγάλη ομαλοποίηση» στις δυτικές οικονομίες (υψηλή ανάπτυξη, χαμηλός πληθωρισμός) ανετράπη οριστικά με την κρίση του 2008. Επρόκειτο για μια τεράστια ενδογενή κρίση, που εκπορεύτηκε από τον χρηματοπιστωτικό τομέα όπως και οι 151 προηγούμενες! Ετσι, ξεκίνησε μια μεγάλη συζήτηση για το τι σήμαινε η κρίση αυτή για την οικονομική σκέψη. Γρήγορα επικράτησε η άποψη αυτών που ήθελαν την αντίδραση να είναι μέσω των πολιτικών του 1980, δηλαδή αύξηση της προσφοράς με προσοχή στον πληθωρισμό, και μείωση του δημόσιου και του ιδιωτικού δανεισμού αντί να επιλεγεί η πολιτική που έβλεπε τη λύση χωρίς τη χρήση περιοριστικών μέτρων αλλά μέσω ενεργοποίησης της ανάπτυξης. Ετσι διαμορφώθηκαν και οι δύο κρίσιμες θεωρητικές αντιλήψεις για το πώς πρέπει να αντιμετωπίζονται οι μεγάλες κρίσεις στον σύγχρονο κόσμο.

Η κρίση λόγω COVID-19 ήταν εξωγενής και οδήγησε στη βαθύτερη κρίση της μεταπολεμικής οικονομικής ιστορίας. Ενώ εντάθηκε χρονικά δημιούργησε σημαντικά ερωτήματα μακροοικονομικής φύσης για τις προοπτικές ανάκαμψης και τη διάρθρωση της αγοράς εργασίας. Επειδή, όμως, διαδέχθηκε τη μεγάλη ύφεση του 2008 και οι οικονομίες δεν είχαν ανακάμψει πλήρως (ορισμένες, μάλιστα, πολύ λίγο, όπως η ελληνική), ο κίνδυνος διάχυσης του κινδύνου στο τραπεζικό σύστημα μέσω της πτώσης των αξιών και των NPL’s οδήγησε στη λήψη μέτρων γενναίας τόνωσης των οικονομιών. Ετσι, η αντίδραση στην COVID-19 ήταν σχεδόν άμεση: Οι κυβερνήσεις μεγάλωσαν τα κυβερνητικά ελλείμματά τους και οι κεντρικές τράπεζες αγόρασαν τα χρέη του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, κρατώντας χαμηλά τα επιτόκια. Τον πληθωρισμό τον ξεχάσαμε και αναδιανείμαμε τις παρούσες αυξανόμενες αλλά και τις μελλοντικές αποταμιεύσεις σε αυτούς που βρέθηκαν με εξαερωμένα εισοδήματα. Ουσιαστικά, δηλαδή, επελέγη η πολιτική που δεν είχε αρχικά επιλεγεί το 2008 αλλά στη συνέχεια εφαρμόστηκε και βγήκαμε από την κρίση.

Οι πολιτικές αυτές απεδείχθησαν επιτυχείς. Τα ατομικά εισοδήματα διατηρήθηκαν ή αυξήθηκαν (ακόμα και στην Ελλάδα, το διαθέσιμο ιδιωτικό εισόδημα σταθεροποιήθηκε κάπως το 2020 και αυξάνεται το 2021). Στις ΗΠΑ είναι εντυπωσιακά τα θετικά αποτελέσματα. Ακόμα και στη Γερμανία, οι οπαδοί της δημοσιονομικής πειθαρχίας σιώπησαν.

Μα, τότε, γιατί να μην κάνουμε το ίδιο κάθε φορά που έχουμε ύφεση; Δύο φορές ο θείος Κέινς μας έσωσε, γιατί να μην κάνουμε αυτό πάντα; Και γιατί να μη φτιάξουμε ένα τεράστιο κράτος που, λόγω μεγέθους, θα έχει ισχυρούς σταθεροποιητές θα μας βοηθά πάντοτε;

Πάνω στην ερώτηση αυτή άρχισαν πάλι να χτίζονται πολιτικά όνειρα και φιλοδοξίες με αριστερό και δεξιό πρόσημο, που κοινό παρονομαστή έχουν τη γλυκιά επιστροφή στις δεκαετίες της ευδαιμονίας, όπου το κράτος, στο όνομα του λαού, μπορεί να διοικείται από πολιτικά στελέχη που έχουν τη θεία επιφοίτηση να αναδιανείμουν τον παραγόμενο πλούτο.

Ομως, σήμερα, τα πράγματα έχουν αλλάξει ριζικά. Η πρώτη κρίση αντιμετωπίστηκε μέσω πολιτικών περιορισμών του Δημοσίου (μνημόνια), γεγονός που μεγάλωσε τις εισοδηματικές διαφορές και μαζί με την τεχνολογία και την παγκοσμιοποίηση επιδείνωσαν τη θέση της εργασίας. Αντιθέτως, η κρίση λόγω COVID-19 έθεσε επιτακτικά το ζήτημα της αποτελεσματικότητας, αγνοώντας τα ιστορικά παραδοσιακά διλήμματα της πάλης των τάξεων, όπως και αυτό του «φιλελευθερισμός VS λαϊκισμός». Εδειξε ότι αυτό που έχει σημασία είναι η ανθρώπινη ζωή και συνακόλουθα η βελτίωση της ευημερίας των απλών ανθρώπων. Ετσι, η εποχή που μας απασχολούσε ο μεταϋλιστικός προβληματισμός έχει αρχίσει να ξαναδίνει τη θέση της -σχεδόν όπως τις δεκαετίες του ’50 και του ’60- στην ανάγκη οικονομικής βελτίωσης του ανθρώπου.

Για να απαντήσουμε στο ποια από τις δύο αντιλήψεις, από οικονομικής άποψης, είναι η σωστότερη χρειαζόμαστε να είμαστε βέβαιοι για τις απαντήσεις σε δύο επιμέρους ερωτήσεις: α) ο πληθωρισμός θα μείνει χαμηλός όπως και τα επιτόκια δανεισμού; και β) οι οικονομίες θα συνεχίσουν να αναπτύσσονται και οι αποδόσεις των επενδύσεων στον μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα θα δίνουν τα απαραίτητα κίνητρα ενεργοποίησης στους επενδυτές για να βοηθούν στην αποτελεσματική κατανομή των πόρων της οικονομίας;

Με άλλα λόγια, δεν αρκεί να αντιμετωπίσουμε την ύφεση, που είναι, βέβαια, πρωταρχικό ζήτημα. Θα πρέπει να εξασφαλίσουμε και το διατηρήσιμο μέλλον της ευημερίας των πολλών.

Συμπερασματικά, από εδώ και πέρα θα χρειαστούν καλά οικονομικά για δύσκολους καιρούς, για να χρησιμοποιήσω τον τίτλο του βιβλίου των Banerjee και Duflo (Νόμπελ Οικονομίας το 2019), αλλά και καλή πολιτική με καλούς πολιτικούς για το αβέβαιο μέλλον.