Καθηγητής Οικονομικών στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης

Ο παραγωγικός μετασχηματισμός της ελληνικής οικονομίας συνεχίζει να αποτελεί το κεντρικό ζητούμενο. Κατά τη διάρκεια της επιβολής των τριών μνημονίων η παραγωγική ανασυγκρότηση και η αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί η αύξηση της ανταγωνιστικότητας, αποτέλεσαν βασικούς στόχους. Η ανάγκη όμως για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων επισκίασε την παραγωγική μεταρρύθμιση. Τα τελευταία πέντε χρόνια έγινε μια προσπάθεια για να επιτευχθεί ο μετασχηματισμός της οικονομίας με ένα πλαίσιο παρεμβάσεων που σχηματοποιήθηκε από τρείς βασικούς πυλώνες. Το σχέδιο ανάπτυξης για την ελληνική οικονομία, ή όπως έγινε γνωστή η έκθεση Πισσαρίδη (2020), το σχέδιο για την πράσινη ανάπτυξη 2021-2025 και τη μετάβαση στην κυκλική οικονομία και το πρόγραμμα του ψηφιακού μετασχηματισμού 2021-2027. Oλα τα παραπάνω είχαν ως κεντρικό στόχο να συμβάλουν στην προαγωγή του οικονομικού μετασχηματισμού της χώρας και στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας. Μάλιστα η έκθεση Πισσαρίδη έκανε ιδιαίτερη αναφορά στην προσδοκώμενη «ισχυρή» αύξηση της παραγωγικότητας. Μετά την παρέλευση πέντε ετών η αποτελεσματικότητα αυτών των παρεμβάσεων πρέπει να αντιπαρατεθεί με την πραγματικότητα. Ετσι ώστε να διαπιστώσουμε αν αυτά τα πλαίσια δημιούργησαν συνθήκες ενδογενούς ανάπτυξης και κινητοποίησης των αναπτυξιακών μηχανισμών. Με την αξιολόγηση θα δοθεί μια απάντηση στο ερώτημα αν επιτεύχθηκαν ο επιδιωκόμενος παραγωγικός μετασχηματισμός της οικονομίας και η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και ταυτόχρονα θα γίνει δυνατή η άντληση συμπερασμάτων έτσι ώστε αυτά να ενσωματωθούν σε μελλοντικά προγράμματα.

Πρέπει να σημειωθεί ότι οι όροι αύξησης της ανταγωνιστικότητας και της παραγωγικότητας και ο παραγωγικός μετασχηματισμός επιδέχονται πολλαπλές ερμηνείες και ελέγχους. Στην πραγματικότητα η βελτίωσή τους απεικονίζεται κατά κύριο λόγο στις επιδόσεις του εξωτερικού τομέα της οικονομίας, ενώ για την απεικόνιση των μεταβολών του παραγωγικού μοντέλου ελέγχονται οι αλλαγές που έχει υποστεί η σύνθεση της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας (ΑπΑ), η συμμετοχή της ιδιωτικής καταναλωτικής δαπάνης στο ΑΕΠ και τέλος η πορεία των κεφαλαιουχικών επενδύσεων.

Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία παρατηρούμε ότι το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (ΙΤΣ) συνεχίζει και το 2025 να κινείται σε υψηλότατα επίπεδα αφού στο πρώτο εξάμηνο του ίδιου έτους ανήλθε σε 7,6 δισ. ευρώ. Το έλλειμμα που καταγράφηκε στο ΙΤΣ έρχεται να προστεθεί στα ελλείμματα των προηγούμενων ετών από το 2016 και μετά. Τα παραπάνω δείχνουν ότι η ελλειμματικότητα του ισοζυγίου των εξωτερικών συναλλαγών δεν είναι ένα συγκυριακό αλλά ένα διαρθρωτικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας. Kαι το χειρότερο απ’ όλα είναι ότι το εμπορικό έλλειμμα διευρύνεται παρότι αυξάνεται το πλεόνασμα των εισπράξεων του τομέα των υπηρεσιών και ιδιαίτερα του τουρισμού.

Στη συνέχεια έχει σημασία να συγκρίνουμε την κλαδική σύνθεση της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας την περίοδο της κρίσης με τις σημερινές επιδόσεις. Αντιγράφουμε από την ΕΛΣΤΑΤ την εξέλιξή της μεταξύ των ετών 2010 και 2024. Ορυχεία, μεταποίηση, ενέργεια και παροχή νερού αποτελούν τους δύο τομείς της οικονομίας που μπορούν να ταξινομηθούν στα εμπορεύσιμα αγαθά, σε αντίθεση με τους άλλους οκτώ τομείς που παράγουν μη εμπορεύσιμα αγαθά. Ο τομέας των εμπορεύσιμων αγαθών συμμετείχε το 2010 -έτος κορύφωσης της ελληνικής κρίσης- στη διαμόρφωση του ΑΕΠ σε όρους προστιθέμενης αξίας κατά 14%. Δεκαπέντε χρόνια μετά και παρ’ όλα τα πλαίσια παρέμβασης στην ελληνική οικονομία παραμένει σε χαμηλά επίπεδα, τα οποία το 2024 ποσοστιαία είναι τα ίδια με το 2010, δηλαδή πάλι 14%. Παράλληλα η συμμετοχή της μεταποίησης -βιομηχανία, βιοτεχνία- στο ΑΕΠ είναι πολύ μικρότερη σε σχέση με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο (η μικρότερη στην Ε.Ε.).

Τα τελευταία πέντε χρόνια η ελληνική οικονομία γνώρισε μια ανάκαμψη των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου, το 2024 οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ στην Ελλάδα ήταν 18%, προσεγγίζοντας τον μέσο ευρωπαϊκό όρο (23% στην Ε.Ε.). Πρέπει να αναφερθεί ότι ένας βασικός λόγος επιτάχυνσης της επενδυτικής δραστηριότητας από το 2020 και μετά έχει να κάνει με τις ενισχύσεις και τις επιδοτήσεις που προέρχονται από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Συγκεκριμένα το ποσοστό της επιχορηγούμενης επενδυτικής δαπάνης ανέρχεται στο 26% και είναι το υψηλότερο στην Ε.Ε. και το μεγαλύτερο που έχει γνωρίσει η ελληνική οικονομία τα τελευταία είκοσι έτη. Ετσι, έχει ενδιαφέρον να εξεταστεί η υπόθεση αν η πρόσφατη επενδυτική δραστηριότητα είναι αποκλειστικό αποτέλεσμα της υψηλής ενίσχυσης του Ταμείου Ανάκαμψης.

Oι αριθμοί λένε πάντα την αλήθεια. Και η αλήθεια αυτή είναι ακόμα πιο εκκωφαντική όταν από τη συζήτηση για την ανταγωνιστικότητα και τον παραγωγικό μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας απομακρύνονται οι πολιτικές ερμηνείες και σκοπιμότητες. Οι επιδόσεις της οικονομίας δεν μπορούν να είναι εφησυχαστικές και επομένως το θέμα της αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου πρέπει να τοποθετηθεί στο κέντρο του δημόσιου διαλόγου έτσι ώστε πίσω από ένα ρεαλιστικό παραγωγικό μοντέλο να στοιχηθούν πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις.