Quantcast

Ποιο είναι το επόμενο βήμα;

γράφει ο Κώστας Υφαντής*

*Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και διευθυντής του ΙΔΙΣ, Πάντειο Πανεπιστήμιο

Συμπληρώθηκε ένας χρόνος από τη στιγμή που ο σεισμός στην ανατολική Τουρκία σηματοδότησε την αποφόρτιση της έντασης στο Αιγαίο και στην ανατολική Μεσόγειο. Πάνω από δώδεκα μήνες πραγματικής ηρεμίας και αποκατάστασης της επικοινωνίας σε όλα τα επίπεδα, με σημαντικότερο εκείνο μεταξύ του Ελληνα πρωθυπουργού και του Τούρκου Προέδρου. Επειτα από τρεις συναντήσεις, είχαμε τη συμφωνία για έναν οδικό χάρτη με τρεις παράλληλες διαδρομές -τον πολιτικό διάλογο, τη «θετική ατζέντα» και τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης-, σε μια προσπάθεια συνολικής επανεκκίνησης των ελληνοτουρκικών σχέσεων και με απώτερο στόχο, επιτέλους, να υπάρξει μια διαδικασία ουσιαστικής διαπραγμάτευσης για τα ζητήματα οριοθετήσεων. Σε αυτή την προσπάθεια, ένα τολμηρό βήμα είναι η Διακήρυξη των Αθηνών, που, παρότι δεν είναι νομικά δεσμευτική, είναι συμβολικά σημαντική, καθώς περιγράφει με σαφή τρόπο την τρέχουσα πολιτική βούληση και, σε κάποιο βαθμό, αναδεικνύει και το πλαίσιο διαπραγμάτευσης, το οποίο σχεδόν απόλυτα ικανοποιεί τις πάγιες ελληνικές θέσεις.

Η ελληνοτουρκική προσέγγιση εξελίσσεται με προσεκτικά βήματα. Η εμπιστοσύνη δεν έχει αποκατασταθεί και οι τουρκικές θέσεις δεν έχουν διαφοροποιηθεί. Είναι αφελής όποιος/α πιστεύει ότι η Τουρκία θα προσέλθει στη συζήτηση με άλλες από τις γνωστές της θέσεις. Αυτό το ξέρει η Αθήνα.

Σε αυτόν τον έναν χρόνο άλλαξε δραματικά και το διεθνές και περιφερειακό περιβάλλον. Ο «σύντομος πόλεμος», για τον οποίο ήταν βέβαιο το καθεστώς Πούτιν, κλείνει δύο χρόνια και έχει εν πολλοίς εξελιχθεί σε έναν πόλεμο φθοράς. Η ουκρανική αντεπίθεση το 2023 απέτυχε να αλλάξει τα δεδομένα και οι πρόσφατες επιτυχίες των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων δεν είναι τόσο σημαντικές όσο εμφανίζονται. Ελλάδα και Τουρκία στέκονται σε μάλλον αντίθετες πλευρές. Η Αθήνα αμέσως βρέθηκε στο πλευρό των αμυνόμενων Ουκρανών, ενώ η Αγκυρα αποστασιοποιήθηκε από τη Δύση, ουσιαστικά στηρίζοντας τον ρωσικό αναθεωρητισμό.

Στη Μέση Ανατολή, ο πόλεμος στη Γάζα ήλθε στη χειρότερη στιγμή για την Αγκυρα, όταν και προσπαθούσε να αποκαταστήσει τις σχέσεις της Τουρκίας με το Ισραήλ. Η ρήξη με το Τελ Αβίβ είναι βαθύτερη από ποτέ. Και σε αυτό το μέτωπο, Ελλάδα και Τουρκία βρίσκονται σε διαφορετικές πλευρές του φράχτη. Την ίδια στιγμή, φαίνεται ότι η πλήρης διπλωματική αποκατάσταση των σχέσεων Τουρκίας-Αιγύπτου είναι γεγονός, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι δύο χώρες δεν έχουν στρατηγικού χαρακτήρα διαφορές -πέρα από τις διμερείς διαφωνίες και φυσικά το Κυπριακό- στη Λιβύη, στο Κέρας της Αφρικής, αλλά και στην ευρύτερη Μέση Ανατολή.

Αυτά είναι τα δεδομένα και δύσκολα θα αλλάξουν το επόμενο διάστημα. Από μία άποψη, το ελληνοτουρκικό σκηνικό είναι «ακίνητο» σε ένα δυναμικό και αποσταθεροποιημένο γεωπολιτικό θέατρο. Σε αυτό το σκηνικό, η ελληνική στρατηγική παραμένει -όχι ακίνητη- αλλά προσηλωμένη στους βασικούς στόχους της. Από τη μία πλευρά ανταποκρίνεται προσεκτικά αλλά με θετική διάθεση στην τουρκική αναδίπλωση (σε σχέση με την επιθετικότητα των προηγούμενων ετών), ενώ από την άλλη επιχειρεί να κατοχυρώσει μια ευνοϊκή ισορροπία σκληρής ισχύος, η οποία έχει ως μεσοπρόθεσμο σταθμό το πέρασμα της ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας στην πέμπτη γενιά μαχητικών και μακροπρόθεσμα ακόμη πιο πέρα. Ο συνδυασμός εποικοδομητικής εμπλοκής με την άλλη πλευρά και διατήρησης του συσχετισμού στρατιωτικής ισχύος σε ικανοποιητικά επίπεδα για την ελληνική αποτροπή είναι η καρδιά της ελληνικής στρατηγικής εδώ και δεκαετίες - με εξαίρεση τη δεκαετία της κρίσης.

Το ερώτημα, όμως, παραμένει και είναι πιεστικό: Πόσο βιώσιμη είναι αυτή η στρατηγική μακροπρόθεσμα, ιδίως στο σκέλος της εξισορρόπησης. Υπάρχει μια σειρά από εξαρτημένες μεταβλητές που επηρεάζουν και θα επηρεάζουν τους συσχετισμούς. Μια είναι η δυνατότητα της χώρας να επενδύει πόρους που πλησιάζουν το 4% του ΑΕΠ συνεχώς και πάντως σε βάθος δεκαετίας, με δεδομένο ότι, ακόμη και έτσι σε απόλυτους αριθμούς, οι δαπάνες για την εθνική άμυνα θα υπολείπονται αρκετά από τις αντίστοιχες τουρκικές. Μια άλλη μεταβλητή είναι η πολιτική εξέλιξη στις ΗΠΑ. Μια εκλογή Τραμπ μπορεί να αλλάξει το πλαίσιο όχι μόνο των αμερικανοτουρκικών σχέσεων αλλά και των ελληνοαμερικανικών, στο βαθμό που η συναλλακτική και «αντιδυτική» λογική συνοδεύει τον Ντόναλντ Τραμπ. Η αβεβαιότητα μπορεί να αυξηθεί αν ανατραπούν και οι τωρινοί συσχετισμοί στο αμερικανικό Κογκρέσο.

Ολα τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι η ελληνική στρατηγική πρέπει να κυριαρχηθεί από μια αίσθηση «επείγοντος» στη συγκυρία. Αλλά σίγουρα σημαίνει ότι δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το σκηνικό δεν θα μείνει για πάντα ακίνητο.