Ομότιμος καθηγητής στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Ολος ο κόσμος έχει εμπλακεί σε έναν αντεκδικητικό πόλεμο ανόδου των δασμών ανυψώνοντας προστατευτικά τείχη περιορισμού των εμπορικών συναλλαγών διότι υποτίθεται ότι έτσι θα ενισχυθούν η ανάπτυξη αλλά και η ευημερία των πολιτών στις ΗΠΑ. Εκεί βρίσκεται το πολιτικό ακροατήριο του Προέδρου Τραμπ, σε αυτούς απευθύνεται ο πολιτικός λόγος των ενεργειών του. Συνεπής πάντως, με ό,τι τους έλεγε πριν από τις εκλογές, εφαρμόζει αυτά που είχε υποσχεθεί. Είχαμε όμως επισημάνει και τότε -και είναι φανερό και σήμερα- ότι έλεγε στους Αμερικανούς πολίτες μόνο τη μισή αλήθεια. Ελεγε τι σκόπευε να κάνει αλλά όχι και τις συνέπειες που θα είχαν όταν θα τα εφάρμοζε. Αυτό απεκρύβη συστηματικά όπως και με όλες τις πολιτικές πλατφόρμες που πωλούν το μέλλον και αγοράζουν το παρόν.

Ρωτήθηκαν οι Αμερικανοί (Απρίλιος 2025, γκάλοπ) τι τους ανησυχεί περισσότερο. Απάντησαν, 60% η οικονομία, 59% η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και 56% ο πληθωρισμός.

Μπορεί αυτή η εικόνα να βελτιωθεί με τον προστατευτισμό; Αυτό είναι το βασικό ερώτημα στο μυαλό του Τραμπ και (ελπίζουμε) ότι αυτό επιχειρεί να απαντήσει με τη δασμολογική πολιτική του. Ομως η χώρα που βάζει δασμούς βελτιώνει την ευημερία των πολιτών της επειδή τους αναγκάζει να αγοράζουν περισσότερα εγχώρια προϊόντα; Η οικονομική ιστορία δεν δείχνει κάτι τέτοιο. Η οικονομική θεωρία εγκατέλειψε τον μερκαντιλισμό (ως θεωρία του οικονομικού εθνικισμού) και ως θεωρία που βελτιώνει την ευημερία των πολιτών όταν εμφανίστηκε (1776) ο Ανταμ Σμιθ (!) για να τον αντικαταστήσει με τη θεωρία του «απόλυτου πλεονεκτήματος» στο διεθνές εμπόριο, η οποία υποστήριζε ότι κάθε κράτος πρέπει να παράγει αυτά τα προϊόντα που είναι φθηνότερα από τους ανταγωνιστές του. Μετά ο Ρικάρντο (1817) πρότεινε ότι θα πρέπει να παράγουμε τα προϊόντα που το κόστος παραγωγής είναι μικρότερο των ανταγωνιστών μας. Μετά υποστηρίχθηκε (1933) ότι θα έπρεπε να παράγουμε αυτά τα προϊόντα στα οποία έχουμε σχετική επάρκεια των κρίσιμων παραγωγικών συντελεστών.

Ομως ο κόσμος άλλαξε με την εμφάνιση των πολυεθνικών επιχειρήσεων (Πολ Κρούγκμαν) και τις προσπάθειές τους να αναπτύξουν ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα. Οι φραγμοί εισόδου στην αγορά θα πρέπει να αρθούν, οι πολυεθνικές επιχειρήσεις να αξιοποιήσουν την έρευνα, την κατοχή πνευματικών δικαιωμάτων, τις οικονομίες κλίμακας, την αποκλειστικότητα στους τρόπους παραγωγής και τη γνώση στηριζόμενες βέβαια στις απαραίτητες πρώτες ύλες και στους πόρους παραγωγής.

Ετσι οι απόψεις αυτές οδήγησαν στη διαμόρφωση μιας μοντέρνας εκδοχής της νέας θεωρίας του ελεύθερου εμπορίου η οποία πρότεινε τη στήριξη της εξειδίκευσης της παραγωγής όπου όμως το κράτος έχει πλέον σοβαρό ρόλο. Ανοίγει με αυτόν τον τρόπο και η πόρτα για περισσότερα οφέλη από την πολιτική εκμετάλλευση του εμπορίου από τις κυβερνήσεις εις βάρος άλλων χωρών.

Τελικά σήμερα δεχόμαστε ότι η κρατική στήριξη μπορεί να αποδειχθεί εθνικά ωφέλιμη μέσα από μια αποτελεσματική εμπορική στρατηγική όταν υπάρχουν αυξανόμενες αποδόσεις κλίμακας ή στρατηγικός λόγος που στηρίζεται όμως στο ελεύθερο εμπόριο. Ετσι κάποιοι κλάδοι μπορεί να αποδειχθούν κρίσιμοι, προσφέροντας τη δυνατότητα ειδικού πλεονεκτήματος στις χώρες που θα εξειδικευτούν σε αυτούς.

Με άλλα λόγια, θεμελιώνεται θεωρητικά ο προστατευτισμός (κυρίως μέσω επιδοτήσεων – Μπάιντεν) αλλά σε κάθε περίπτωση δεν απομακρυνόμαστε από τις αρχές του ελεύθερου εμπορίου ως το ιδανικό θετικό μίγμα που προωθεί την ευημερία των πολιτών.

Ενώ λοιπόν σύμφωνα με τα παραπάνω υπάρχει, από οικονομικής άποψης, θεωρητικά χώρος για κρατική παρέμβαση ιδίως για την ανάπτυξη κρίσιμων κλάδων αλλά και ευρύτερα για την προστασία ολόκληρων τομέων της οικονομίας, η κατάχρηση των μέσων αυτών μπορεί να αποδειχθεί καταστροφική. Ετσι όταν το εργατικό κόστος στις ΗΠΑ είναι περίπου τρεις φορές ακριβότερο από την Κίνα, τότε μόνο μια υπερβολική αύξηση των δασμών των προϊόντων της Κίνας μπορεί να κάνει τα αμερικανικά προϊόντα ελκυστικότερα στην εσωτερική αγορά με ταυτόχρονη όμως σοβαρή απώλεια της ευημερίας των Αμερικανών πολιτών.

Δασμοί όμως σημαίνουν και πληθωριστικές προσδοκίες. Επιπλέον, η έκρηξη της αβεβαιότητας, η απότομη αύξηση των δασμών, η θεσμική απαξίωση της μεγαλύτερης οικονομικής δύναμης και η δολαριακή απαξίωση μπορεί πλέον να δημιουργήσουν ένα αρνητικό εκρηκτικό μίγμα ύφεσης.

Η κατανόηση αυτής της προοπτικής μπορεί να συντελέσει στην ανεύρεση μιας μερικής (Ευρώπη) ή ολικής (και Κίνα) διεξόδου από το σημερινό δύσκολο σημείο.