Quantcast

Τι πρέπει να διεκδικήσουμε από τις ΗΠΑ

γράφει ο Κωνσταντίνος Φίλης*

*Διευθυντής Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων & αναπληρωτής καθηγητής του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος. Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος το βιβλίο του «Διεκδικητικός Πατριωτισμός. Ανατομία μιας συζήτησης που δεν έγινε ποτέ»

Το ταξίδι του Ελληνα πρωθυπουργού στις Ηνωμένες Πολιτείες είχε θετικό πρόσημο, πρωτίστως στο σκέλος της δημόσιας διπλωματίας. Ο κ. Μητσοτάκης έκανε μία πολύ καλή ομιλία στο Κογκρέσο. Ανέδειξε ένα σύγχρονο και φιλελεύθερο πρόσωπο για την Ελλάδα, κάνοντας ιστορικές αναφορές για την παράδοση των δεσμών που ενώνουν Αθήνα και Ουάσιγκτον, μίλησε στην ψυχή των Αμερικανών γερουσιαστών, βάζοντας στο στόχαστρο τη Ρωσία (σε κάποια σημεία με υπερβολική έμφαση), δεν αναφέρθηκε ούτε μία φορά στην Τουρκία, της οποίας, ωστόσο, τον αντιπαραγωγικό και αποσταθεροποιητικό ρόλο στην περιοχή φωτογράφισε, ενώ υπενθύμισε την πληγή του Κυπριακού, τονίζοντας τις αναλογίες με την κατάσταση στην Ουκρανία. Η συνάντηση, από την άλλη, με τον Μπάιντεν έγινε σε ζεστό κλίμα, επιβεβαιώνοντας την καλή τους σχέση και χημεία. Θα έλεγα ότι η επίθεση γοητείας του Ελληνα πρωθυπουργού, με αξιοποίηση του συγκριτικού πλεονεκτήματος γνώσης της Αμερικής, πέτυχε σημαντικά στην εμπέδωση της εικόνας ενός αξιόπιστου και χρήσιμου εταίρου των ΗΠΑ στην περιοχή της νοτιοανατολικής Ευρώπης και της ανατολικής Μεσογείου.

Ωστόσο, στο πρακτικό πεδίο τα αποτελέσματα της επίσκεψης δεν μπορούν πάρα να κριθούν σε βάθος χρόνου. Το ερώτημα είναι ποια ακριβώς υπήρξε η στόχευση της ελληνικής πλευράς: να επαναβεβαιωθεί ο στρατηγικός χαρακτήρας που έχουν αποκτήσει οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις, ειδικότερα σε μία πολύ κρίσιμη στροφή για τις παγκόσμιες ισορροπίες και τη σύγχρονη Ιστορία; Στην ίδια κατεύθυνση, να διερευνηθεί η προοπτική περαιτέρω ανάπτυξης των διμερών σχέσεων σε πεδία, όπως αυτό της ενέργειας; Να μπουν οι βάσεις για εμβάθυνση της αμυντικής-στρατιωτικής συνεργασίας, η οποία εντούτοις πρέπει να συμπεριλάβει και την έμπρακτη υποστήριξη της Ουάσιγκτον στις ελληνικές θέσεις έναντι της Τουρκίας και όχι μόνο την αγορά νέων οπλικών συστημάτων; 

Πιθανόν, εκ των στόχων της επίσκεψης του Ελληνα πρωθυπουργού ήταν να διαμορφωθεί το απαραίτητο πλαίσιο -μέσω της εδραίωσης της εμπιστοσύνης ανάμεσα στις δύο πλευρές και σε αντιπαραβολή με τον σχετικά απρόβλεπτο χαρακτήρα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής που εκ των πραγμάτων δημιουργεί ρήγματα εντός του ΝΑΤΟ- προκειμένου η Ουάσιγκτον να διαφοροποιήσει τη διαχρονική πολιτική της σε Αιγαίο και ανατολική Μεσόγειο. Και πράγματι, υπάρχουν ενδείξεις, κυρίως με την αμερικανική παρουσία στην Αλεξανδρούπολη, η οποία δημιουργεί τις προϋποθέσεις για μετριασμό της εξάρτησης των ΗΠΑ από τα ελεγχόμενα από την Τουρκία Στενά. Οπως, επίσης, φαίνεται ότι στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού εξετάζονται εναλλακτικά σενάρια, σε περίπτωση που εργαλειοποιηθεί από την Αγκυρα η νατοϊκή βάση του Ιντσιρλίκ ή επιχειρηθεί κάποια ρήξη με τις ΗΠΑ (όχι τόσο πιθανή, αλλά πλέον δεν μπορεί να αποκλειστεί κιόλας).

Εδώ λοιπόν είναι η ευκαιρία για την Ελλάδα να θέσει τα δικά της προτάγματα, τα οποία θα εντάξει σε ένα ευρύτερο πλάνο/σχέδιο για το μέλλον της περιοχής, απαιτώντας όχι τον αποκλεισμό ή την περιθωριοποίηση της Τουρκίας (αν πρόκειται να συμβεί κάτι τέτοιο, δεν πρέπει να έχει τη σφραγίδα της Ελλάδας), αλλά την με αυστηρούς όρους συμπερίληψή της. Ηδη, επιχειρείται η ενσωμάτωση της Αγκυρας στη νέα ενεργειακή περιφερειακή αρχιτεκτονική. Θα γίνει με προϋποθέσεις ή αλά τούρκα; Γιατί εδώ εντοπίζεται το μεγαλύτερο, διαχρονικό πρόβλημα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής: στην αδυναμία -σε μεγάλο βαθμό και για αντικειμενικούς λόγους, που σχετίζονται με τη χρησιμότητα και αξία της Τουρκίας για τα αμερικανικά συμφέροντα- να αλλάξει ο τρόπος προσέγγισης της Ουάσιγκτον απέναντι σε Αγκυρα και Αθήνα. Διότι η κόκκινη γραμμή του αμερικανικού παράγοντα, που είναι αυτή του μη πολέμου, δίνει εκ των πραγμάτων μεγάλα περιθώρια ελιγμών και την πρωτοβουλία των κινήσεων σε αυτόν που αμφισβητεί το status quo και είναι ο επιθετικός αναθεωρητής. Δεν μπορεί πλέον να μένουμε και να αρκούμαστε σε ανακοινώσεις σε βάρος της Τουρκίας για την παραβίαση του εναέριου χώρου και της εθνικής μας κυριαρχίας. Θα πρέπει οι Αμερικανοί να υιοθετήσουν επιτέλους μία άλλη άποψη για το τι ακριβώς συνιστά, αλλά και ενδέχεται να προκαλέσουν οι υπερπτήσεις σε χαμηλό ύψος πάνω από ελληνικά νησιά. Θα πρέπει επίσης να πιέσουν για την έναρξη ενός ουσιαστικού διαλόγου ανάμεσα στα δύο μέρη με κανονικούς και συμφωνημένους όρους. Πρέπει εξίσου να αντιληφθούν οι ΗΠΑ ότι η διαιώνιση της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης επιφέρει μεν οφέλη για την αμερικανική αμυντική βιομηχανία, όμως, ενδέχεται να τινάξει στον αέρα τους σχεδιασμούς τους για την επικράτηση συνθηκών σταθερότητας στην ανατολική Μεσόγειο, όπου Κίνα και Ρωσία, με διαφορετικά εργαλεία, επιζητούν κενά και ρήγματα για να εμπλακούν πιο αισθητά και αποτελεσματικά για τα συμφέροντά τους. 

Η ασφάλεια, στην περίπτωσή μας, κατοχυρώνεται (και) μέσω της εξωτερικής εξισορρόπησης και προς τούτο είναι καθοριστικές οι συμμαχίες, όπως αυτές με ΗΠΑ και Γαλλία, αλλά και οι συμπράξεις, όπως αυτές με Ισραήλ και Αίγυπτο, που πρέπει να εμπλουτιστούν και με κράτη της Βαλκανικής. Πάντως, τα όποια αντισταθμιστικά οφέλη απο πλευράς Ουάσιγκτον προς την Αθήνα εντοπίζονται αυτή τη στιγμή στην ενέργεια, όπου απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή για το κόστος εισαγωγής αμερικανικού υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) ώστε να είναι ανταγωνιστικό, καθιστώντας μας πύλη διαμετακόμισης, αλλά και διάθεσης ενέργειας στην ευρύτερη περιοχή. Ομως, οφείλουμε να διεκδικήσουμε και την αλλαγή υποδείγματος στον τρόπο αντιμετώπισης Ελλάδας και Τουρκίας, με την τελευταία να θέλει να αποφύγει να υποχρεωθεί να μπει σε καλούπια που θα ορίζουν τη συμπεριφορά της.