*Αναπληρωτής καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης
Διαβάζοντας το τελευταίο άρθρο του συναδέλφου και πρώην υφυπουργού Εξωτερικών Χρήστου Ροζάκη («Μια νέα εποχή στις ελληνοτουρκικές σχέσεις;»), έθεσα στον εαυτό μου ένα ερώτημα. Υπενθυμίζω την τελική παρατήρησή του. «Εν κατακλείδι, η ευφορία του πρόσφατου παρελθόντος τείνει να εξανεμισθεί, αλλά τουλάχιστον έχουμε την ικανοποίηση ότι η Τουρκία, παρά την εμμονή της στις διεκδικήσεις της, τηρεί τους βασικούς όρους της Διακήρυξης των Αθηνών. Το ερώτημα είναι έως πότε»; Προσπερνώντας την επιλογή λέξεων όπως ευφορία και ικανοποίηση, μπολιασμένες μάλιστα με πρώτο πληθυντικό, ερωτώ: Τι μήνυμα περνά το άρθρο για την Ελλάδα σε όσους το διάβασαν στην Τουρκία;
Απάντηση: Αναδεικνύει το κυρίαρχο πνεύμα σε μια επιδραστική μερίδα του κατεστημένου, από κοινού με την αντίληψή του στην άσκηση πολιτικής έναντι της Τουρκίας. Μιας αντίληψης που προϊδεάζει τον αναγνώστη στην Αγκυρα πως με την Αθήνα δεν είναι ανέφικτο να πράξουμε στο τέλος ό,τι θέλουμε. Δεν έχει σχέδιο και αυτοπεποίθηση. Είναι έτοιμη για μεγαλύτερους συμβιβασμούς. Ταυτόχρονα, το μήνυμα είναι ότι συμφέρει την Τουρκία να συνεχίσει να πιέζει όσο το δυνατόν περισσότερο, με την πεποίθηση πως «έχουμε το περιθώριο να συνεχίσουμε να τους πιέζουμε χωρίς συνέπειες». Ως εκ τούτου, άνευ συνεπειών, «τις επόμενες φορές θα ενοχλήσουμε περισσότερο».
Ποτέ, άλλωστε, η Αγκυρα, διά της συγκυριακής τακτικής της αναδίπλωσης, δεν προσέφερε ούτε καν ενδείξεις, πόσο μάλλον αποδείξεις, πως είναι έτοιμη και το κυριότερο αξιόπιστη για να προχωρήσει σε έναν ωφέλιμο συμβιβασμό. Επιπλέον, κανείς ισχυρός δεν της ζήτησε να αποκηρύξει τον μεγαλοϊδεατισμό. Ούτε δημιουργήθηκε ή προσπαθήσαμε να «τρέξουμε» ένα δυτικό πλαίσιο πολυμερούς συνεννόησης που θα κουμπώσει και η Ελλάδα. Για να μπορέσουμε να διαπραγματευτούμε ως ίσοι προς ίσοι. Με τη νέα Τουρκία να σπρώχνει έναν γεωπολιτικό αναθεωρητισμό με ποιοτικές διαφορές από τον κεμαλικό εθνικισμό. Περισσότερο επικίνδυνο. Είναι δυνατόν ένα κράτος που θέλει να αλλάξει το status quo, να δεχτεί να θέσει το μνημόνιο της «Γαλάζιας Πατρίδας» ενώπιον διεθνούς δικαιοδοτικού οργάνου, που υφίσταται για την προάσπιση του ίδιου του status quo από τέτοιες ενέργειες; Κοινή λογική έναντι ευσεβών πόθων.
Με ανοιχτό το Ουκρανικό, πρώτα συζητάς και διαπραγματεύεσαι με τους Αμερικανούς την έξοδο της Τουρκίας στη θάλασσα και ακολούθως με τον Πρόεδρό της (ή έστω εκ παραλλήλου). Θέτοντας στο τραπέζι και την εξαργύρωση της ελληνικής αλληλεγγύης. Από την οικονομική συνδρομή για τη συνεπή ανάσχεση της Τουρκίας έως τη συνδιαμόρφωση ενός ευρύτερου πλαισίου για την εκλογίκευσή της σχετικά με τα ελληνοτουρκικά.
Μην ξεχνάμε πως ο Πρόεδρος Ερντογάν διαπραγματεύεται ταμπακιέρα και αντίδωρα με Αμερικανούς και κατά περίπτωση ορισμένους Ευρωπαίους και όχι με την Ελλάδα, που δεν την προσλαμβάνει ως ίσο προς ίσο. Γι’ αυτό και το διμερές συμφέρει την Αγκυρα και όχι την Αθήνα. Γι’ αυτό και η πεπατημένη παραμένει ελλειμματική και με περιορισμένη μόχλευση. Για το κάτι παραπάνω, καθόμαστε πρώτα στα τραπέζια της Ουάσιγκτον και των Βρυξελλών. Συγχρονίζοντας ρολόγια και βάζοντας κάτω χαρτί και μολύβι. Καταλήγοντας σε συγκεκριμένο πακέτο προσφοράς και ακολούθως να μεταβούμε (με το πακέτο, όχι μόνοι μας) στην Αγκυρα.
Λείπουν αρχιτέκτονες με γνώση και αυτοπεποίθηση. Συνεισφέροντας στο «think big» της Δύσης που τόσο απουσιάζει την ώρα που υποχωρεί. Διατηρώντας αμφιβολίες για την ετοιμότητά της. Αν και η ίδια δηλώνει πως θα καταφέρει να ελέγξει την Τουρκία, πιθανόν όμως αφού έχει πρώτα επιτεθεί. Βασιζόμενοι στις προσλήψεις των συμμάχων που κάθε φορά μας έλεγαν τι πρέπει να γίνει ή να αναγνωρίζουν πως «τελικά δεν ήρθαν τα πράγματα όπως τα θέλαμε», αδιαφορήσαμε με δική μας ευθύνη για την παραγωγή στελεχών σχεδιασμού πολιτικής. Με τις δύο πλευρές να αλληλεπιδρούν σε απαιτητικές ευρυγώνιες συζητήσεις με στρατηγικό βάθος και πολλαπλά σενάρια για τα ελληνοτουρκικά. Φιντάν, Καλίν, Αλτούν είναι χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι των αξιωματούχων που προετοίμασε η νέα Τουρκία. Εμείς;
Ο τελευταίος που πέρασε ήταν ο Γιάννος Κρανιδιώτης. Εφαρμόζοντας την κατά Μρεζίνσκι μείξη σκέψης με δράση. Αυτονόητο πως δεν βρισκόμαστε σε συνθήκες Ελσίνκι. Τι ήταν όμως το Ελσίνκι; Ενα δυτικό πλαίσιο που εκμεταλλεύτηκε εξαιρετικά ο ίδιος για να κλειδώσει την ευρωπαϊκή πορεία της Κύπρου και να προετοιμάσει το έδαφος για μια μη ετεροβαρή συνεννόηση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Παντρεύοντας κοινά συμφέροντα και διαμορφώνοντας επωφελείς ισορροπίες. Απέναντι στην πίεση που δεχόταν η Αθήνα για την τουρκική υποψηφιότητα στην Ε.Ε. (1999), ο Κρανιδιώτης επέμεινε: «Πού θα πάει, θα τα καταφέρουμε». Και τα κατάφερε.
Σε τέτοιο πλαίσιο έπρεπε ήδη να εργαζόμαστε. Προσαρμοσμένο στα νέα δεδομένα συνεργατικού ρεαλισμού (περιλαμβάνοντας και τη διαπραγμάτευση μιας ειδικής σχέσης Ε.Ε.-Τουρκίας). Δεν είμαστε αφελείς. Χωρίς πρόνοιες αργότερα θα έρθει το πλήρωμα του χρόνου για να βρεθούμε σε ένα τραπέζι διαπραγμάτευσης με την Τουρκία. Με το βλέμμα στο μέλλον είμαστε οι πρώτοι που επιθυμούμε να συνεννοηθούμε. Φροντίζοντας, όμως, νωρίτερα να έχουμε μαχητικά διαπραγματευτεί με Αμερικανούς και Ευρωπαίους. Μόνοι μας δεν υπάρχει καμία βεβαιότητα πως προοπτικά θα καταφέρουμε να αποτρέψουμε έναν επώδυνο συμβιβασμό.
Στο ενδιάμεσο, με μάτια ερμητικά ανοιχτά και όχι κλειστά, παραμένουμε εθνικά υποχρεωμένοι να συνεχίσουμε να επωμιζόμαστε το κόστος της δυσβάσταχτης με την Τουρκία σχέσης. Με αδήριτη την ανάγκη μιας φιλότιμης και με αυτοπεποίθηση ενεργητικής στρατηγικής, που θα υλοποιήσει το μήνυμα προς όλους εμάς: «Πού θα πάει, θα τα καταφέρουμε». Καταληκτικά, όχι δεν πιστεύουμε πως η μικρή μας στάνη δεν μπορεί να βγάλει άλλο γάλα.
ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ
9/10/2024