Quantcast

Το δίλημμα των ΗΠΑ με την Τουρκία και τα F-16

γράφει ο Κώστας Υφαντής*

*Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, διευθυντής του ΙΔΙΣ

Η συνάντηση Μπλίνκεν - Τσαβούσογλου επιβεβαίωσε τα αυτονόητα και κατέδειξε τη σχετική αδυναμία ψύχραιμης πολιτικής ανάλυσης -πόσο μάλλον στρατηγικής εκτίμησης- στην ελληνική δημόσια σφαίρα. Ας ξεκινήσω από το τελευταίο. Μόλις ανακοινώθηκε με επίσημο τρόπο ότι το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών είναι θετικό στην πώληση των 40 F-16 Viper που ζητά η Τουρκία, καθώς και των συστημάτων αναβάθμισης μέρους του υπάρχοντος στόλου της τουρκικής πολεμικής αεροπορίας και στην προοπτική της συνάντησης των ΥΠΕΞ των δύο χωρών, οι άμεσες αντιδράσεις -όχι της πολιτικής ηγεσίας, ευτυχώς- πολλών καλόπιστων (αλλά όχι μόνο) δημοσιολογούντων άγγιξαν τα όρια της απογοήτευσης και σε μερικές περιπτώσεις ενός χαιρέκακου αντιαμερικανισμού. Λίγοι και λίγες επεσήμαναν ότι η θέση αυτή της αμερικανικής γραφειοκρατίας δεν είναι καινούργια, αλλά έχει εκφραστεί αρκετές φορές στο πρόσφατο παρελθόν και αποκαλύπτει την ανάγνωση που κάνει το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών της ευρύτερης γεωπολιτικής κατάστασης και της ανάγκης η Ουάσιγκτον να διατηρήσει έναν σημαντικό μοχλό πίεσης απέναντι σε ένα καθεστώς που δεν θεωρείται αξιόπιστο, αλλά που κυβερνά μια σημαντική χώρα.

Αυτό το τελευταίο είναι και η ουσία της συγκυρίας και αυτό είναι το αυτονόητο που επιβεβαιώθηκε από το αποτέλεσμα της συνάντησης. Η αμερικανική διοίκηση προσπαθεί να διαμορφώσει τους όρους μιας συμφωνίας που ταυτόχρονα θα ικανοποιήσει την τουρκική ανάγκη να μη μείνει η τουρκική αεροπορία δύο γενιές πίσω για περίπου μία δεκαετία, θα αναγκάσει την Τουρκία να άρει άμεσα το βέτο της στη διεύρυνση του ΝΑΤΟ με τη Σουηδία και τη Φινλανδία και δεν θα απογοητεύει την Αθήνα.

Στην καρδιά αυτού του «πακέτου» βρίσκεται το μεγάλο δίλημμα που αντιμετωπίζουν οι ΗΠΑ και η Δύση συνολικά. Πώς να διαχειριστούμε έναν γεωπολιτικό παράγοντα που μπορεί να επηρεάζει αποφασιστικά τις ισορροπίες σε μια περιοχή που ξεκινά ανατολικά από τη νότια Ασία και εκτείνεται μέχρι τη λιβυκή έρημο και από τον Καύκασο μέχρι το Κέρας της Αφρικής, είναι μέλος του ΝΑΤΟ αλλά με την αξιοπιστία του στο ναδίρ. Το καθεστώς Ερντογάν υπονομεύει τη δυτική προσέγγιση στη Συρία φλερτάροντας με τον Ασαντ, κρατάει όμηρο τη διαδικασία δημοκρατικής μετάβασης στη Λιβύη, δεν συμπαρατάσσεται με τον συνασπισμό που προσπαθεί να ανασχέσει τον ρωσικό αναθεωρητισμό, απειλεί την Ελλάδα σταθερά και απροκάλυπτα εδώ και 2-3 χρόνια και μπλοκάρει την είσοδο της Σουηδίας και της Φινλανδίας στην Ατλαντική Συμμαχία.

Επιπλέον -και ίσως πιο κρίσιμο για το όποιο τελικό αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας- η αμερικανική διοίκηση έχει να διαπραγματευτεί με το Κογκρέσο. Αυτή η διαπραγμάτευση είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα αυτού που αποκαλείται η «Διπλωματία της Λεωφόρου Πενσιλβάνια». Και ίσως είναι πολύ πιο δύσκολη από τη διαπραγμάτευση με την ίδια την Τουρκία. Η επιθετική περιφερειακή συμπεριφορά του καθεστώτος και η συνεχώς διολισθένουσα ποιότητα της Τουρκικής Δημοκρατίας δεν την καθιστούν ιδιαίτερα δημοφιλή στο Καπιτώλιο. Οι ομάδες πίεσης που προσπαθούν να θέσουν υπό ισχυρή αιρεσιμότητα τα στρατιωτικά προγράμματα που απεγνωσμένα ζητά η Αγκυρα έχουν πολλά επιχειρήματα και ευήκοα ώτα στη Γερουσία και όχι μόνο. Μια συμφωνία για να έχει ρεαλιστικές ελπίδες να περάσει από τη Γερουσία και την πανίσχυρη Επιτροπή Εξωτερικών Θεμάτων του Μπομπ Μενέντεζ θα πρέπει να συνοδεύεται από ρυθμίσεις που δύσκολα θα τις δεχθεί η Αγκυρα. Η συμπερίληψη στο πακέτο των F-35 στόχο έχει να κάμψει κάποιες από τις αντιστάσεις. Προς το παρόν, δεν φαίνεται να επιχειρείται η διασύνδεση των δύο προγραμμάτων, αλλά οι πιέσεις άλλων παραγόντων, όπως τα εργατικά συνδικάτα των εταιρειών και οι ηγεσίες των πολιτειών που εδρεύουν, δύσκολα θα ανεχθούν την ακύρωση τέτοιων συμβολαίων.

Αυτό που συνέβη στην Ουάσιγκτον με την αποτυχημένη συνάντηση των δύο ΥΠΕΞ ήταν το πιο πρόσφατο επεισόδιο σε μια διαπραγμάτευση που θα συνεχιστεί. Το καθεστώς Ερντογάν θα ήθελε να ολοκληρωθεί πριν από τις εκλογές. Είναι διατεθειμένη η διοίκηση Μπάιντεν να κάνει ένα τέτοιο δώρο; Για τις ΗΠΑ, η απόφαση δεν είναι καθόλου εύκολη. Η επόμενη ημέρα μπορεί να βρει τον Πρόεδρο Ερντογάν νικητή, δικαιωμένο εκλογικά και πιστεύοντας ότι έχει εντολή για ρήξη με τη Δύση, με την αντιπολίτευση ηττημένη (για μια ακόμη φορά) και αδύναμη να αντιπαρατεθεί πολιτικά. Για την Αθήνα τα πράγματα είναι μάλλον εύκολα εδώ και πολύ καιρό. Συνεχίζοντας να προωθεί τη στρατηγική της εξισορρόπησης της τουρκικής απειλής, μπορεί τους επόμενους λίγους μήνες να παρακολουθεί αυτό το αμερικανοτουρκικό saga, χωρίς να χρειάζεται να παρεμβαίνει (τουλάχιστον δημόσια), αλλά και χωρίς να εφησυχάζει.