
Η φράση «ευημερούν οι αριθμοί αλλά δυστυχεί ο λαός» έκανε μεγάλη καριέρα στη Μεταπολίτευση. H πατρότητά της ανήκει στον Γεώργιο Παπανδρέου, τον παππού του Γιώργου, που την είχε χρησιμοποιήσει στη Bουλή το 1960, σε συζήτηση για ένα νομοσχέδιο του υπουργείου Γεωργίας. Για μισό αιώνα, χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον για να στηρίξει οικονομικά και κοινωνικά αιτήματα και ήταν ενδεικτική για την απαξία με την οποία αντιμετώπιζαν πολίτες και πολιτικοί αυτό που ονομάζουμε συνετή δημοσιονομική διαχείριση.
Ως εκείνο το ηλιόλουστο μεσημέρι του Απριλίου πριν από 15 χρόνια, όπου ο εγγονός του «Γέρου», ο τότε πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου μάς ανακοίνωσε με φόντο το ειδυλλιακό Καστελλόριζο και τα πουλάκια που τιτίβιζαν ανέμελα πίσω του, ότι η χώρα ήταν υποχρεωμένη να προσφύγει στον μηχανισμό στήριξης. Αυτό που ακολούθησε ήταν μια εφιαλτική δεκαετία για τη χώρα και ένας «Γολγοθάς» για κάθε Ελληνίδα και κάθε Ελληνα. Ολοι μαζί διαπιστώσαμε τι πραγματικά συμβαίνει όταν οι αριθμοί δεν ευημερούν. Η παρόλα του Γεωργίου Παπανδρέου μπήκε στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας.
Τα μνημόνια ήταν μια συλλογική τραυματική εμπειρία, που ανέτρεψε και ακύρωσε πεποιθήσεις και βεβαιότητες δεκαετιών. Η Ιστορία διδάσκει πως οι τραυματικές εμπειρίες και οι μεγάλες ανατροπές έχουν ως αποτέλεσμα και μια σημαντική αλλαγή νοοτροπίας για εκείνους που τις υφίστανται. Κάποια συμπεράσματα θα βγάλαμε λοιπόν από αυτήν τη μαύρη περίοδο και κάπως σοφότεροι γίναμε. Ασφαλώς όχι όλοι και ασφαλώς όχι με τα ίδια συμπεράσματα. Είναι όμως σαφές πως δεκαπέντε χρόνια μετά το Καστελλόριζο, ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζουμε τη συζήτηση για τα δημόσια οικονομικά και τα ελλείμματα έχει αλλάξει.
Σχεδόν σε όλη τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης, η κουβέντα για τα οικονομικά ήταν ταυτόσημη με τις παροχές, τι θα δώσει το κράτος. Στις απαρχές της χιλιετίας, μάθαμε στα πακέτα-μαμούθ που κάθε Σεπτέμβριο στη ΔΕΘ είχαν την τιμητική τους. Αν δεν δίνονταν παροχές, η κυβέρνηση δεχόταν βολές πανταχόθεν για «λιτότητα». Αν οι παροχές δεν ήταν αρκούντως γενναιόδωρες, στιγματίζονταν ως «ψίχουλα». Ακόμα θυμάμαι πώς υποδέχθηκε η κοινή γνώμη μια αύξηση περίπου 30 ευρώ μηνιαίως σε μία κατηγορία συνταξιούχων: «Ενα ευρώ την ημέρα, ούτε για σουσάμι στο κουλούρι δεν φτάνουν!».
Μετά τα μνημόνια, όλα αυτά έχουν αλλάξει. Μια κρίσιμη μάζα πολιτών και ψηφοφόρων έβγαλε όντως τα συμπεράσματά της από τη δεκάχρονη, αβάσταχτη δημοσιονομική προσαρμογή. Δεν θέλει να το ξαναζήσει αυτό ποτέ ξανά. Οι άνθρωποι αυτοί αντιμετωπίζουν με καχυποψία τα ελλείμματα, τις υποσχέσεις για παροχές και δώρα, ενώ ομνύουν στη δημοσιονομική σταθερότητα και στη συνετή οικονομική διαχείριση. Δεν είναι πολλοί, πιθανόν να μην είναι καν η πλειονότητα, όμως οι πολιτικοί δεν μπορούν να τους αγνοήσουν. Το βλέπουμε στη δημόσια συζήτηση: Η συνετή δημοσιονομική διαχείριση, τα πλεονάσματα, η μείωση του χρέους ως ποσοστού του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος είναι ισχυρά επιχειρήματα, τα οποία και η αντιπολίτευση (τα κόμματα που έχουν κυβερνήσει) δείχνουν θεωρητικά τουλάχιστον να ενστερνίζονται. Ακόμα και όταν υπόσχονται παροχές και καλούδια, προσπαθούν να πείσουν ότι αυτές είναι κοστολογημένες και εντός των ορίων που επιτρέπει ο Προϋπολογισμός. Οσοι μπήκαν στον πειρασμό να τάξουν «αναδιανομή» (όπως ο Αλέξης Τσίπρας) υπέστησαν βαριές ήττες. Είναι ενδεικτικό ότι κανένα κόμμα δεν φέρνει στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης για τα οικονομικά, το αίτημα αναδιανομής των πλεονασμάτων. Η πιο σκληρή κριτική στην κυβέρνηση γίνεται για την ακρίβεια και το υπερβολικό ύψος των φόρων, με την αντιπολίτευση να προσπαθεί να πείσει πως η μείωση του ΦΠΑ που ζητά (όχι παντού, αλλά σε συγκεκριμένα είδη πρώτης ανάγκης) θα αντισταθμιστεί δημοσιονομικά από τη μεγαλύτερη κατανάλωση.
Ενα άλλο παράδειγμα είναι το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, το εμπορικό ισοζύγιο που λέμε. Με απλά λόγια τι παράγουμε και τι εισάγουμε ως χώρα. Στη Μεταπολίτευση ήταν μονίμως αρνητικό, πολιτικά όμως αυτό δεν είχε ποτέ γίνει θέμα. Επειδή όμως με τα μνημόνια μάθαμε πως ένα υψηλό εμπορικό ισοζύγιο είναι επικίνδυνο όταν συνδυάζεται με υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα, η ανησυχία για την πορεία του (που πριν από την κρίση ήταν περιορισμένη σε έναν στενό κύκλο καθηγητών οικονομικών) αντανακλάται πλέον και στην πολιτική αντιπαράθεση. Το ΠΑΣΟΚ κυρίως εστιάζει εδώ την κριτική του στην κυβέρνηση και κρούει διαρκώς -και σωστά- τον κώδωνα του κινδύνου. Σημασία έχει όμως σε ποιους απευθύνεται: Απευθύνεται στους πολίτες που έχουν βγάλει τα συμπεράσματά τους από τα μνημόνια και δεν θέλουν να το ξαναζήσουν.
Δεκαπέντε χρόνια μετά το Καστελλόριζο, αυτοί οι πολίτες δίνουν τον τόνο της δημόσιας συζήτησης. Οχι ότι δεν υπάρχουν εκείνοι που ονειρεύονται την επιστροφή στις προμνημονιακές εποχές και παροχές ή ότι δεν υπάρχουν πολιτικοί που ακόμα τάζουν «λεφτόδεντρα». Υπάρχουν και είναι πολλοί, προς το παρόν όμως δεν είναι σε θέση να επιβάλουν τις απόψεις τους στην κοινωνία. Είναι ίσως ενδεικτικό ότι πιο μεγάλη απήχηση στον δημόσιο διάλογο έχει μια φιλελεύθερη κριτική, που τάσσεται κατά των επιλογών της κυβέρνησης για ενισχύσεις και επιδόματα και ζητά με αυτά τα χρήματα να γίνουν αναπτυξιακές παρεμβάσεις. Αυτό μπορεί να αλλάξει στο μέλλον, ακόμα όμως τη συλλογική συμπεριφορά μας την καθορίζει η τραυματική εμπειρία που ζήσαμε όλοι στο πετσί μας.