ΤΟ ΓΕΝΙΚΟΛΟΓΟκαι αόριστο κείμενο συμπερασμάτων, στο οποίο κατάφεραν να συμφωνήσουν οι ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ενωσης στη Σύνοδο Κορυφής, εμπεριέχει τη διαπίστωση ότι «η μετανάστευση αποτελεί ευρωπαϊκή πρόκληση που απαιτεί ευρωπαϊκή απάντηση». Οι «27» προφανώς αυτοτρολάρονται. Γιατί καμία ουσιαστική ευρωπαϊκή απάντηση δεν φαίνεται στον ορίζοντα. Κάθε χώρα ακολουθεί τον δικό της εθνικό μονόδρομο, ανάλογα με τον βαθμό δυσαρέσκειας της κοινής της γνώμης.

ΠΡΙΝ ΑΠΟλίγες εβδομάδες η Γερμανία, υπό τον σοσιαλιστή Σολτς, κατήργησε στην πράξη τη Συνθήκη Σένγκεν επαναφέροντας τους ελέγχους στα χερσαία σύνορά της. Η γειτονική Ολλανδία ακολούθησε πάραυτα, εκεί κυβερνάει ένας συνασπισμός με βάση την ακροδεξιά. Δύο ημέρες πριν από τη Σύνοδο Κορυφής, η Πολωνία ανακοίνωσε ότι δεν θα δέχεται πλέον αιτήματα ασύλου για πρόσφυγες που έρχονται από τη Ρωσία και από τη Λευκορωσία. Στην Πολωνία διοικεί ένας συνασπισμός κεντρώων πολιτικών δυνάμεων υπό τον ευρωπαϊστή Ντόναλντ Τουσκ. Η Ιταλία προχώρησε σε συμφωνία με την Αλβανία, ώστε να «παρκάρει» πέριξ των Τιράνων 36.000 πρόσφυγες και μετανάστες ετησίως και να εξετάζονται εκτός ιταλικού εδάφους οι αιτήσεις ασύλου. Η λάιτ ακροδεξιά της Μελόνι και οι «καινοτόμες λύσεις» της προκάλεσαν το έντονο ενδιαφέρον πολλών ηγετών, που «φλερτάρουν» με την ιδέα ότι «θα πρέπει να εξεταστούν νέοι τρόποι πρόληψης και αντιμετώπισης της παράτυπης μετανάστευσης», όπως αναφέρουν στα συμπεράσματα της Συνόδου. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Γερμανός Σολτς διατύπωσαν επιφυλάξεις. Και αυτές, όχι τόσο σθεναρές.

ΣΤΙΣ ΧΩΡΕΣτου ευρωπαϊκού βορρά, που κάποτε ήταν ο παράδεισος των προσφύγων και των μεταναστών, η στάση απέναντί τους γίνεται συνεχώς πιο σκληρή, ανεξαρτήτως κυβέρνησης. Η Σουηδία, η οποία από τη δεκαετία του 1970 έως και τα τέλη του 2010 υπερηφανευόταν ότι διέθετε μία από τις πιο φιλελεύθερες πολιτικές ασύλου και ένταξης στον κόσμο, πλέον έχει πρακτικά κλείσει τα σύνορά της. Η σκανδιναβική χώρα βρίσκεται στην πρωτοπορία σε σχέση με τις απελάσεις, προσφέροντας μεταξύ άλλων ακόμη και γενναία οικονομικά κίνητρα στους μετανάστες (έως 30.000 ευρώ) για να τα μαζέψουν και να φύγουν επιτόπου. Η Φινλανδία έχει αναστείλει την εξέταση αιτήσεων ασύλου ενώ η Δανία, που κυβερνούν οι Σοσιαλδημοκράτες, εφαρμόζει την πιο αυστηρή μεταναστευτική πολιτική στην Ε.Ε. και η πρωθυπουργός Μέτε Φρέντερικσεν ανήκει σε εκείνους τους ηγέτες στο Συμβούλιο που πιέζουν για ακόμη σκληρότερα μέτρα. Η ίδια είχε προωθήσει μια αμφιλεγόμενη συμφωνία με τη Ρουάντα, ώστε να μεταφέρονται εκεί οι παράνομοι μετανάστες (ακριβώς όπως έκανε και η Βρετανία), η οποία τελικά δεν περπάτησε.

ΑΝΤΙ ΓΙΑ«κοινή ευρωπαϊκή απάντηση» λοιπόν, ο κανόνας είναι κάθε χώρα να ακολουθεί τη δική της μεταναστευτική πολιτική ή να πιέζει για εξαίρεση. Το έκανε η Ουγγαρία όταν τον Μάιο του 2024, ύστερα από χρονοβόρες και εξαντλητικές διαπραγματεύσεις, οι «27» συναίνεσαν σε μια νέα ατελή συμφωνία για το άσυλο και τη μετανάστευση. Το προφανές πάντως είναι ότι η λογική της Ευρώπης-φρουρίου έχει πάρει το πάνω χέρι και δεν υπάρχει καμία απολύτως διαφωνία ανάμεσα στους ηγέτες για δύο πράγματα: ότι οι έλεγχοι στα ευρωπαϊκά σύνορα θα πρέπει να γίνουν ακόμα πιο αυστηροί και πως οι απελάσεις θα πρέπει να γίνονται εύκολα και γρήγορα.

ΑΥΤΗη εξέλιξη κατέστη εφικτή χάρη στην ολοκληρωτική μεταστροφή της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης απέναντι στη μετανάστευση. Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, ποτέ οι Ευρωπαίοι δεν την αγάπησαν. Είχαν όμως πειστεί πως αποτελεί αναγκαίο κακό για να υπάρχουν εργατικά χέρια και να μπορούν να πληρώνονται οι συντάξεις σε μια ήπειρο που μαστίζεται από την υπογεννητικότητα. Οι ισλαμιστικές επιθέσεις, η γκετοποίηση ολόκληρων συνοικιών, η εμφάνιση πολυεθνικών συμμοριών και άλλα τέτοια φαινόμενα τούς άλλαξαν τη γνώμη.

ΟΙ ΔΥΝΑΜΕΙΣτης ακροδεξιάς από το περιθώριο της πολιτικής ζωής αναρριχήθηκαν -σε πολλά κράτη- στην εξουσία. Ταυτόχρονα, η πίεση της κοινωνικής βάσης διευκόλυνε και την ανάδειξη κομμάτων «νέου τύπου» όπως αυτό της Σάρα Βάγκενκνεχτ στη Γερμανία, που συνδυάζει την οικονομική ρητορική του Παναγιώτη Λαφαζάνη με την πιο σκληρή αντιμεταναστευτική ατζέντα. Υπό αυτές τις συνθήκες, μια κοινή ευρωπαϊκή πολιτική είναι ουτοπία. Το ζήτημα θα επιστρέψει στο τραπέζι τόσο στην άτυπη Σύνοδο της Βουδαπέστης τον Νοέμβριο όσο και στο τακτικό Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Δεκεμβρίου. Οι εξελίξεις όμως θα έχουν πιθανότατα προσπεράσει για πολλοστή φορά τις όποιες, καθυστερημένες, αποφάσεις.