Κάποιοι πολιτικοί μπορεί να είναι άτυχοι, στον Νίκο Ανδρουλάκη η καλή τύχη όμως περισσεύει. Η πολιτική μας ιστορία δεν έχει άλλο παράδειγμα αρχηγού αξιωματικής αντιπολίτευσης με 11% στην κάλπη, επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ του έκανε τη χάρη να διαλυθεί και μάλιστα με αυτοκτονικό τρόπο. Λίγους μήνες νωρίτερα, o 46χρονος Κρητικός πολιτικός είχε εξασφαλίσει την επανεκλογή του στο αξίωμα του προέδρου του ΠΑΣΟΚ όχι μόνο γιατί έχει χάρισμα στα εσωκομματικά αλλά -κυρίως- γιατί βρέθηκε αντιμέτωπος με μια σπάνια πολιτική συγκυρία: Αναμετρήθηκε με τρεις σχεδόν ισοδύναμους υποψηφίους (Χάρης Δούκας, Αννα Διαμαντοπούλου, Παύλος Γερουλάνος) που ανά δύο εξουδετέρωναν τον εκάστοτε τρίτο και διασπούσαν ισομερώς τη μεγάλη πλειοψηφία των μελών και των φίλων του κόμματος που αμφισβητούσαν την ηγεσία. Ο Ανδρουλάκης επικράτησε πανηγυρικά.

Η τύχη και η συγκυρία εξακολουθούν να ευνοούν τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, που ακόμα και πριν από λίγους μήνες εμφανιζόταν ως ο απόλυτος κυρίαρχος στο πολιτικό σκηνικό, δείχνει για πρώτη φορά να κλονίζεται σοβαρά. Σημείο καμπής και καταλύτης των εξελίξεων ήταν το συλλαλητήριο για την υπόθεση των Τεμπών την τελευταία Κυριακή του Ιανουαρίου, στο οποίο το ΠΑΣΟΚ (αλλά και κανένα άλλο κόμμα της αντιπολίτευσης) δεν είχε κάποιο ρόλο. Εκ των υστέρων, τα στελέχη (και) της Χαριλάου Τρικούπη έσπευσαν στις πλατείες για να συμμετάσχουν σε μια διαδικασία μαζικής πολιτικής αμφισβήτησης που εξελίσσεται ερήμην τους.

Τώρα όμως που τα πράγματα σοβαρεύουν και που όσα διακυβεύονται αφορούν στην ουσία και την πραγματικότητα, φαίνεται ότι η καλή τύχη από μόνη της δεν αρκεί για να σε φέρει στην εξουσία. Απέναντι σε μια Ν.Δ. που χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια της, το ΠΑΣΟΚ υποχωρεί σε δημοσκοπικούς αριθμούς που παραπέμπουν στα αποτελέσματα των εκλογών του 2023. Και δεν είναι η πρώτη φορά. Το ίδιο έγινε και το 2021. Τον ενθουσιασμό για την πρώτη εκλογή Ανδρουλάκη ακολούθησε ο προβληματισμός.

Αυτό το κόμμα έχει κυβερνήσει για πολλά χρόνια τη χώρα. Και παρά το γεγονός ότι το ΠΑΣΟΚ βίωσε για μία δεκαετία το πολιτικό περιθώριο, οι πολίτες εξακολουθούν να το αντιμετωπίζουν ως κόμμα εξουσίας. Οι απαιτήσεις τους είναι πολύ διαφορετικές απ’ ό,τι απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ ή στα κόμματα διαμαρτυρίας της Βουλής. Μετά το 2023 -και ιδιαίτερα τους τελευταίους μήνες- αυτοί οι πολίτες αναζητούν μια εναλλακτική πρόταση απέναντι στον Κυριάκο Μητσοτάκη, που θα τους απεγκλωβίσει πολιτικά.

Από το εκλογικό 41% έως το δημοσκοπικό 23% της Ν.Δ., μεσολαβεί ένα 18% ψηφοφόρων που δεν μετακινούνται όλοι δεξιότερα. Πολλοί εξ αυτών είναι «μεσαιοχωρίτες», δεξαμενή που θα μπορούσε να τροφοδοτεί μαζικά ένα κόμμα με σαφές κεντρώο ή κεντροαριστερό προσανατολισμό. Αρκεί να μπορούσε να ανταποκριθεί στα στάνταρτ τους. Το ΠΑΣΟΚ, ωστόσο, θολώνει συστηματικά το μήνυμα. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα ήταν η διελκυστίνδα με την πρόταση μομφής και ο αιφνιδιασμός ακόμα και κορυφαίων στελεχών της Χαριλάου Τρικούπη για την επιμονή του προέδρου να αποσπάσει την υπογραφή της Ζωής Κωνσταντοπούλου στο κείμενο. Δεν υπήρχε καμία ανάγκη να συμβεί αυτό. Οι ψήφοι της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, οι δικές του, της Νέας Αριστεράς και των πέντε βουλευτών του Στέφανου Κασσελάκη ήταν υπεραρκετές.

Χρειαζόταν 50, θα είχε 80. Φαίνεται, όμως, πως ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ έχει στο μυαλό του δύο πράγματα: Πρώτον, να δείχνει πως κάνει κινήσεις ως ηγετική δύναμη του συνόλου της Κεντροαριστεράς και, δεύτερον, να «ενσωματώσει» σε κάποιο βαθμό την Πλεύση Ελευθερίας που είναι η ανερχόμενη πολιτική δύναμη στον χώρο. Ολα αυτά βεβαίως έχουν και μια αντίστροφη ανάγνωση. Οι πολίτες καταλαβαίνουν πως σε ό,τι αφορά την υπόθεση των Τεμπών η κυρία Κωνσταντοπούλου δίνει τον τόνο και ο Ν. Ανδρουλάκης ακολουθεί. Οι ψήφοι λοιπόν κατευθύνονται στην Πλεύση Ελευθερίας, όχι στο ΠΑΣΟΚ.

Ο Ν. Ανδρουλάκης και οι στενοί του συνεργάτες δείχνουν να πιστεύουν πως η μόνη στρατηγική για να ξαναγίνει το ΠΑΣΟΚ μεγάλο κόμμα είναι να επαναπατρίσει τους ψηφοφόρους που έχασε προς τα αριστερά του την τραυματική περίοδο 2011-2015. Και για τον λόγο αυτόν αποφεύγουν όπως ο διάβολος το λιβάνι να δείξουν ότι συμπορεύονται με τη Ν.Δ., ακόμα και όταν πρόκειται για εφαρμογή νομοθεσίας του ΠΑΣΟΚ (για παράδειγμα, το διεθνές απολυτήριο στα πρότυπα σχολεία) ή για πολιτικές με τις οποίες κατά βάθος συμφωνούν, όπως είναι τα μη κρατικά πανεπιστήμια ή η επιστολική ψήφος. Είναι μια επιλογή που ζυγίζεται και κρίνεται ανάλογα με το πόσους ψηφοφόρους φέρνει στο κομματικό ταμείο και πόσους διώχνει. Προς το παρόν, οι δεύτεροι είναι περισσότεροι.

Το ΠΑΣΟΚ δεν δίνει εχέγγυα διαχείρισης της εξουσίας σε δύσκολους καιρούς, καθώς και η ηγετική ομάδα που φάνηκε ότι διαμορφώνεται στην εσωκομματική αντιπαράθεση (Γερουλάνος, Διαμαντοπούλου, Δούκας) έχει περάσει και πάλι στο περιθώριο. Ωστόσο, ο Ν. Ανδρουλάκης, με τις επιλογές του, παραχωρεί στον Κυριάκο Μητσοτάκη πολύτιμο χρόνο. Η τύχη όμως δεν θα τον ευνοεί εσαεί…