Quantcast

Μια ατελής συμφωνία

O Κρίστιαν Μίτσκοσκι μίλησε. Ο νικητής των εκλογών της 8ης Μαΐου στη Βόρεια Μακεδονία έκανε την Πέμπτη δηλώσεις για το όνομα της χώρας του, στο ίδιο, προκλητικό μήκος κύματος με τη νέα Πρόεδρο Γκορντάνα Σιλιάνοφσκα. Στις δημόσιες εμφανίσεις του προς τον Τύπο, είπε, θα χρησιμοποιεί τον όρο «Μακεδονία» καθώς αυτό «αποτελεί θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμά του». Προσέθεσε, μάλιστα, πως, αν η Ελλάδα θεωρεί πως με αυτόν τον τρόπο η Βόρεια Μακεδονία παραβιάζει τη Συμφωνία των Πρεσπών, τότε μπορεί να προσφύγει στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.

Η πρόκληση δεν ήταν έκπληξη. Η Σιλιάνοφσκα και ο Μίτσκοσκι ήταν οι πρωτεργάτες της καμπάνιας που διεξήγαγε τα τελευταία πέντε χρόνια το εθνικιστικό VMRO εναντίον της Συμφωνίας των Πρεσπών και είχαν, εν πολλοίς, προαναγγείλει τη στάση τους σε περίπτωση που θα κερδίσουν τις εκλογές. Ούτε η επιστροφή του VMRO στην εξουσία μπορεί να θεωρηθεί έκπληξη. Το κόμμα αυτό έχει βαθιές ρίζες στη γειτονική χώρα. Δεν καβάλησε το κύμα του ακραίου σκοπιανού αλυτρωτισμού για να κερδίσει την εξουσία, είναι ο διαμορφωτής, ο εκφραστής και ο ιστορικός φορέας του συγκεκριμένου εθνικισμού.

Ομως, έτσι αποκαλύπτεται μία από τις βασικές αδυναμίες της Συμφωνίας των Πρεσπών. Γιατί, λαμβάνοντας υπ’ όψην τις ιστορικές και πολιτικές πραγματικότητες στη γειτονική χώρα, θα περίμενε κανείς στο κείμενο να έχουν αποτυπωθεί πρόνοιες άμεσης εφαρμογής για την περίπτωση που ένα από τα δύο συμβαλλόμενα μέρη δεν δρα σύμφωνα με τις προβλέψεις της. Το VMRO ξεσήκωνε τον κόσμο όταν ψηφιζόταν η Συμφωνία και «γυάλιζε» τα κούφια άλογα του Μεγαλέξανδρου στις πλατείες των Σκοπίων, υποσχόμενο την παλινόρθωσή τους όταν επιστρέψει στην εξουσία. Αρα, κάποιος έπρεπε να προβλέψει και αυτό το ενδεχόμενο. Ομως, αυτό δεν συνέβη.

Ο μηχανισμός επίλυσης διαφορών, όπως περιγράφεται στο άρθρο 19 της Συμφωνίας των Πρεσπών, είναι πλαδαρός και χρονοβόρος. Ας πάρουμε, για παράδειγμα, τις συγκεκριμένες δηλώσεις της Σιλιάνοφσκα και του Μίτσκοσκι, τις οποίες η Ελλάδα θεωρεί ότι παραβιάζουν τη Συμφωνία των Πρεσπών. Τι μπορεί να κάνει η ελληνική κυβέρνηση;

Σύμφωνα με το άρθρο 19, να γνωστοποιήσει στην κυβέρνηση της Βόρειας Μακεδονίας τις ανησυχίες της και να αναζητήσει μια λύση μέσω διαπραγματεύσεων. Αν αυτό αποδειχθεί ατελέσφορο, τότε μπορούν οι δύο κυβερνήσεις (κατόπιν συμφωνίας) να ζητήσουν διαμεσολάβηση από τον γραμματέα του ΟΗΕ. Αν ούτε με αυτόν τον τρόπο επιλυθεί το πρόβλημα, τότε η διαφορά με τη Βόρεια Μακεδονία μπορεί να υποβληθεί στο Διεθνές Δικαστήριο. Η συμφωνία προβλέπει, ωστόσο, ότι «τα μέρη θα πρέπει πρώτα να προσπαθήσουν να ομονοήσουν σε κοινή υποβολή κάθε τέτοιας διαφοράς στο εν λόγω δικαστήριο». Μόνον αν δεν επιτευχθεί συμφωνία στο συνυποσχετικό εντός έξι μηνών ή περισσότερο (θολός χρονικός ορίζοντας), τότε μπορεί η διαφορά να υποβληθεί στο Διεθνές Δικαστήριο από τα μέρη μονομερώς.

Ολη αυτή η διαδικασία θα πάρει, αν υποθέσουμε ότι το Διεθνές Δικαστήριο θα αποφασίσει χωρίς καθυστέρηση, τρία με τέσσερα χρόνια ή και παραπάνω. Δηλαδή θα αποδείξουμε ότι ο Μίτσκοσκι παραβιάζει τη συμφωνία κοντά στη λήξη της θητείας του ή ακόμα και μετά τις επόμενες εκλογές. Γι’ αυτό και ο ίδιος μας προέτρεψε να πάμε στη Χάγη. Γιατί ξέρει πόσα χρόνια θα χρειαστούν.

Καμία ελληνική κυβέρνηση, ωστόσο, δεν έχει την πολυτέλεια να αφήσει την κοινωνία να «βράζει» περιμένοντας την απόφαση του δικαστηρίου. Και με δεδομένο ότι δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη για κυρώσεις ούτε από πλευράς του ΝΑΤΟ, το μόνο που μένει είναι το βέτο στην ενταξιακή πορεία της Βόρειας Μακεδονίας στην Ε.Ε. Αν προχωρήσει η διαδικασία και αν και εκεί δεν μας προλάβει η Βουλγαρία. Περίπου μηδέν εις το πηλίκον, δηλαδή.

Ακριβώς, λοιπόν, επειδή γνωρίζαμε ότι μπορεί τα πράγματα να εξελιχθούν όπως εξελίχθηκαν, θα έπρεπε να είχε προβλεφθεί κάτι πιο άμεσο και αποτελεσματικό, όπως θα έπρεπε να είχαν προβλεφθεί μηχανισμοί παρακολούθησης και κυρώσεων. Αυτό αποτελεί ατέλεια της Συμφωνίας και θα πρέπει να αποδοθεί σε ολιγωρία ή παράλειψη των εμπνευστών της. Βεβαίως και για να μην αδικήσει κανείς εκ προοιμίου τους κυρίους Τσίπρα και Κοτζιά που διαπραγματεύτηκαν τη Συμφωνία των Πρεσπών, θα πρέπει να επισημάνει πως τα όσα προβλέπονται στο άρθρο 19 είναι περίπου αυτά που προβλέπονται συνήθως σε διμερείς διακρατικές συμφωνίες. Και θα πρέπει επίσης να λάβει υπ’ όψιν του πως η Συμφωνία των Πρεσπών υποσχόταν και ένα τεράστιο «καρότο» για την κοινωνία της Βόρειας Μακεδονίας, δηλαδή τη γρήγορη ένταξη της χώρας στους ευρωατλαντικούς θεσμούς, η οποία, όπως υπολόγιζαν τότε όσοι τη διαπραγματεύονταν, θα εξουδετέρωνε τις όποιες αντιδράσεις εντός της Βόρειας Μακεδονίας και θα αποδυνάμωνε τους εθνικιστές.

Η υπόσχεση υλοποιήθηκε μόνον εν μέρει, η Βόρεια Μακεδονία μπήκε στο ΝΑΤΟ το 2020. Η πορεία προς την Ε.Ε., αντίθετα, ανακόπηκε απότομα τον Νοέμβριο του 2019 από το βέτο του Μακρόν σε οποιαδήποτε διεύρυνση της Ε.Ε. Παρά το γεγονός ότι ο Μακρόν άλλαξε στάση το 2021 και υπήρξε επανεκκίνηση της διαδικασίας, η ζημιά στη Βόρεια Μακεδονία είχε γίνει. Οι εθνικιστές του VMRO συνήλθαν και ανέκτησαν τα ερείσματά τους στον λαό της γειτονικής χώρας πολύ γρηγορότερα από ό,τι θα περίμενε κανείς το 2018…