Quantcast

Να γυρίσει ο κόσμος ανάποδα

Στη διάρκεια της θητείας του στο αξίωμα του πρωθυπουργού ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει χειριστεί με επιτυχία πολλές κρίσεις. Αυτή η προίκα δεν έκανε τα πράγματα πιο εύκολα στην υπόθεση των Τεμπών. Οι πολίτες είχαν -δικαίως- αυξημένες προσδοκίες από εκείνον.

Στη συνέντευξη, που παραχώρησε τέσσερις ημέρες ύστερα από τις ογκώδεις, «βουβές» διαδηλώσεις, ο ίδιος ο πρωθυπουργός έβαλε και τον πήχυ για την κυβέρνησή του. Παραδέχθηκε πως οι πολίτες που βγήκαν την Κυριακή στους δρόμους ζητούσαν τρία πράγματα: «Να μάθουμε την αλήθεια, να τιμωρηθούν οι ένοχοι και να εξασφαλίσουμε ότι κάτι τέτοιο δεν θα ξαναγίνει και η Ελλάδα θα αποκτήσει σύγχρονα, ασφαλή, αξιόπιστα τρένα». Δύο χρόνια μετά το δυστύχημα, που στοίχισε τη ζωή σε 57 ανθρώπους, η κυβέρνηση εξακολουθεί να περνά κάτω από αυτόν τον πήχυ. Δεν έχουμε μάθει τι έχει συμβεί, δεν έχει επιβληθεί καμία τιμωρία και δύσκολα μπορεί κάποιος να ισχυριστεί πως η Ελλάδα έχει σήμερα σύγχρονα και ασφαλή τρένα, παρά την όποια πρόοδο μεσολάβησε.

Περισσότερο πάντως και από την ασφάλεια των τρένων, η κυβέρνηση ταλανίζεται από το γεγονός πως από εκείνη τη μοιραία νύχτα της 28ης Φεβρουάριου του 2023 και για όλο το διάστημα που ακολούθησε, ποτέ δεν εμφανίστηκε ως επισπεύδουσα για την αποκάλυψη της αλήθειας και την απόδοση των ευθυνών. Το αντίθετο. Η συμπερίληψη του Κώστα Καραμανλή στα ψηφοδέλτια εξελήφθη ως πρόκληση από την πλειονότητα των πολιτών. Ειδικά μετά τον εκλογικό θρίαμβο του Μαΐου-Ιουνίου, η κυβέρνηση θεώρησε πως πέρασε αλώβητη τον κάβο. Το έδειξε στην εξεταστική, όπου οι αλαζονικοί χειρισμοί των «γαλάζιων» στελεχών έδωσαν την εντύπωση πως το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν η διεκπεραίωση και η λήθη. Το έδειξαν όμως και πολλά κυβερνητικά στελέχη με αντιπαραθετικές συμπεριφορές απέναντι στους συγγενείς, τις οποίες προφανώς τις τελευταίες ημέρες θέλουν να ξεχάσουν.

Η διαδικασία της έρευνας για τα αίτια του δυστυχήματος από τη Δικαιοσύνη δεν βοήθησε. Το ότι η Δικαιοσύνη έχει τους ρυθμούς της το ήξεραν στην κυβέρνηση, το αντιμετώπισαν όμως ελαφρά τη καρδία. Οπως ελαφρά τη καρδία αντιμετώπισαν και ένα πλήθος πληροφοριών, οι οποίες ήρθαν στο φως στα δύο χρόνια της έρευνας, κυρίως χάρη στους συγγενείς των θυμάτων και στους πραγματογνώμονες που αυτοί όρισαν. Πληροφορίες για το «μπάζωμα» του χώρου του δυστυχήματος, για την πιθανότητα η εμπορική αμαξοστοιχία να μετέφερε ένα παράνομο φορτίο, για τα βίντεο από τις κάμερες των σταθμών που δεν βρέθηκαν ή καταστράφηκαν, για την αλλοίωση των ηχητικών, για τις συνομιλίες που έδειχναν ότι κάποιοι επιβάτες επέζησαν της σύγκρουσης και πέθαναν στη συνέχεια από ασφυξία. Αυτή ακριβώς η τακτική προκάλεσε σε ένα σημαντικό τμήμα της κοινής γνώμης την εντύπωση πως η κυβέρνηση είχε κάτι να κρύψει σε σχέση με αυτήν την υπόθεση. Και πάνω σε αυτά τα υλικά χτίστηκε βήμα-βήμα η βαριά πολιτική κατηγορία της συγκάλυψης.

Αρκετά αργά ο Κυριάκος Μητσοτάκης αντιλήφθηκε πως η «πολεμική» αντιμετώπιση του θέματος έχει γυρίσει πίσω ως μπούμερανγκ και πως αυτή η υπόθεση είχε μετατραπεί σε μια κρίση εμπιστοσύνης των πολιτών απέναντι στον ίδιο προσωπικά. Γι’ αυτό και άλλαξε στάση, γι’ αυτό η παραδοχή του λάθους και η γενναία δόση αυτοκριτικής. Πόσο έχει ραγίσει το γυαλί και κατά πόσον η κατάσταση είναι αναστρέψιμη θα φανεί στην πορεία. Ωστόσο ο πρωθυπουργός θα πρέπει να αντιλαμβάνεται, πως οι πολίτες θα τον μετρήσουν -και μάλιστα άμεσα- στην κατηγορηματική διαβεβαίωσή του, πως αν το τρένο μετέφερε παρανόμως εύφλεκτα υλικά, «θα γυρίσει τον κόσμο ανάποδα» για να καταλήξουν οι ένοχοι στη Δικαιοσύνη.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα πρέπει να κάνει πράξη αυτή την υπόσχεση. Εδώ και τώρα να γυρίσει ο κόσμος ανάποδα και να πάρει κεφάλια. Από τους εμπλεκόμενους υπουργούς, από τους «σοφούς» επικοινωνιολόγους, από τον ΟΣΕ, από την Hellenic Train. Μόνον έτσι μπορεί να διαλύσει την καχυποψία. Γιατί αν απογοητεύσει ξανά τους πολίτες και το θέμα συνεχίσει να σέρνεται, όπως σερνόταν τα τελευταία δύο χρόνια, η κρίση αμφισβήτησης θα παγιωθεί και η κατάσταση θα έχει γίνει ασφυκτική. Και κυρίως, θα έχει διαβρωθεί ακόμη περισσότερο η εμπιστοσύνη των πολιτών στο κράτος και στους θεσμούς. Και σε αυτό το δηλητήριο δύσκολα βρίσκεται το αντίδοτο.