Το επεισόδιο με το ερευνητικό πλοίο «Ievoli Relume» που σημειώθηκε τη Δευτέρα ανοιχτά της Κάσου ήταν μια πολύ δυσάρεστη έκπληξη για την Αθήνα. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είχαν συναντηθεί μόλις δύο εβδομάδες νωρίτερα στην Ουάσιγκτον και είχαν επιβεβαιώσει τη βούλησή τους να παραμείνουν «ήρεμα» τα νερά στο Αιγαίο και στην ανατολική Μεσόγειο. Υποτίθεται, μάλιστα, ότι το κλίμα σε αυτή τη συνάντηση ήταν τόσο καλό, ώστε διπλωματικές πηγές να μην αποκλείουν οι δύο ηγέτες τον Σεπτέμβριο στη Νέα Υόρκη να αποφασίσουν να μπουν στα βαθιά των ελληνοτουρκικών και να ξεκινήσουν τη συζήτηση για τον καθορισμό της υφαλοκρηπίδας. Αν υπήρχε πράγματι τέτοια πρόθεση, πιθανότατα ναυάγησε στα «ήρεμα νερά» της Κάσου.

Εκτός από την έκπληξη, όμως, η Αθήνα ήρθε αντιμέτωπη και με μια πρεμιέρα. Η Αγκυρα, για πρώτη φορά, προχώρησε σε μια ενέργεια εναντίον μας, επικαλούμενη ρητά το τουρκολιβυκό μνημόνιο. Στη NAVTEX (0671/24) με την οποία η Τουρκία μάς πληροφόρησε ότι οι έρευνες γίνονται σε περιοχή τουρκικής υφαλοκρηπίδας, επικαλείται επιστολή του τότε μόνιμου αντιπροσώπου της Φεριντούν Σινιριόγλου στον ΟΗΕ από τις 18 Μαρτίου 2020, στην οποία δήλωνε τα εξωτερικά όρια της ΑΟΖ της, με βάση τα όσα ορίζονται στη συμφωνία της με τη Λιβύη.

Αυτήν τη συμφωνία η Ελλάδα τη χαρακτήρισε από την πρώτη στιγμή έωλη, παράνομη και ανυπόστατη. Πήραμε μια απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου από τον Δεκέμβριο του 2019, που δηλώνει ότι το «Μνημόνιο Συνεννόησης Τουρκίας-Λιβύης του 2019 παραβιάζει τα κυριαρχικά δικαιώματα τρίτων κρατών, δεν συμμορφώνεται με το Δίκαιο της Θάλασσας και δεν μπορεί να παράγει έννομα αποτελέσματα για τρίτα κράτη». Εξασφαλίσαμε και μια θετική δήλωση από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και κάπως έτσι νομίζαμε ότι καθαρίσαμε. Και αν εξαιρέσει κανείς μια μάλλον ατελέσφορη επίσκεψη του Κυριάκου Μητσοτάκη στη Λιβύη το 2020, δεν κάναμε τίποτε άλλο για το τουρκολιβυκό μνημόνιο. Απολύτως τίποτα. Και προφανώς ούτε σκοπεύουμε να κάνουμε.

Από τον Νοέμβριο του 2019, όμως, έχουν περάσει σχεδόν πέντε χρόνια. Και στο διάστημα αυτό το τουρκολιβυκό μνημόνιο παράγει αποτελέσματα: Την κατάθεση των συντεταγμένων του στον ΟΗΕ. Την επιστολή Σινιριόγλου με τα εξωτερικά όρια της τουρκικής ΑΟΖ. Τη συμφωνία Τουρκίας-Λιβύης για από κοινού εξερεύνηση υδρογονανθράκων από τον Οκτώβριο του 2022. Τη συνορεύουσα ζώνη που ανακήρυξε η Λιβύη τα περασμένα Χριστούγεννα. Την αμφισβήτηση από την κυβέρνηση της Λιβύης του δικαιώματος της χώρας μας να διεξάγει έρευνες για υδρογονάνθρακες νοτίως της Κρήτης. Και τώρα το επεισόδιο της Κάσου.

Μπορεί (ακόμη) να μη συνέβη αυτό που φοβόμασταν στις αρχές του 2020, ότι δηλαδή με βάση το τουρκολιβυκό μνημόνιο η Τουρκία και η Λιβύη θα δημοπρατήσουν οικόπεδα για έρευνα και εξόρυξη υδρογονανθράκων. Ομως, όσα έχουν γίνει τα τελευταία πέντε χρόνια είναι αρκούντως σοβαρά για να συνεχίσουμε να τα αντιμετωπίζουμε με την ανούσια φόρμουλα «έωλο, παράνομο και ανυπόστατο». Αυτά είναι νομικίστικες πομφόλυγες. Οποιος έχει μια στοιχειώδη γνώση της ιστορίας, γνωρίζει πως ένα τρίτο μέρος μπορεί να ανατρέψει μια συμφωνία δύο κρατών που στρέφεται εναντίον του μόνο με δύο τρόπους. Διά της επιβολής ή με προσφυγή στη διεθνή διαιτησία. Μόνο με τη ρητορική δεν κέρδισε ποτέ κανείς.

Το τι σημαίνει «αμφισβητώ μια διεθνή συμφωνία διά της επιβολής» μάς το έδειξε η Τουρκία στην Κάσο. Γιατί πέρα από την παρενόχληση του «Ievoli Relume» και την προβολή της θέσης ότι εδώ είναι τουρκική υφαλοκρηπίδα, η Αγκυρα με αυτήν την κίνηση αμφισβήτησε και την οριοθέτηση της Ελλάδας με την Αίγυπτο, εντός των συντεταγμένων της οποίας συνέβησαν όλα αυτά. Αμφισβήτησε, δηλαδή, μια οριοθέτηση και μια συμφωνία απολύτως σύννομη με το διεθνές δίκαιο και το Δίκαιο της Θάλασσας. Στις διεθνείς σχέσεις, όμως, δεν υπάρχουν χωροφύλακες που ελέγχουν αν τηρείται η νομιμότητα. Κανείς δεν τράβηξε το αυτί στην Τουρκία. Τίποτε δεν συνέβη και ούτε καν η Αίγυπτος δεν αισθάνθηκε υποχρεωμένη να πει κάτι.

Η προσφυγή στην επιβολή ή στα όπλα δεν είναι επιλογή για τη χώρα μας. Η προσφυγή στη διαιτησία, όμως, είναι και θα πρέπει να γίνει το ταχύτερο δυνατόν. Εχουμε ξαναγράψει από αυτή τη στήλη ότι η Ελλάδα θα πρέπει να προσφύγει για το τουρκολιβυκό στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης και μάλιστα κατά της Λιβύης, που αναγνωρίζει τη δικαιοδοσία του και έχει πολύ πρόσφατα εκδικάσει ανάλογα θέματα με τη Μάλτα. Το γιατί αυτό δεν έχει συμβεί και το γιατί η ελληνική διπλωματία δεν το εξετάζει ως ενδεχόμενο είναι ακατανόητο. Είναι ουτοπικό, όμως, να πιστεύουμε ότι μπορούμε να ξεκινήσουμε να μιλάμε με τους Τούρκους για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, αν δεν βγει με κάποιο τρόπο από το δωμάτιο ο ελέφαντας που λέγεται τουρκολιβυκό μνημόνιο. Το οποίο, όσο συνεχίζει να υφίσταται, θα παράγει αποτελέσματα σε βάρος μας.