Quantcast

Οι μάσκες του Ελον Μασκ

Ο ΕΛΟΝ ΜΑΣΚ ετοιμάζεται να αναλάβει στις 20 Ιανουαρίου υπερεξουσίες στην κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ. Οι φιλοδοξίες του ωστόσο είναι ακόμη μεγαλύτερες, όπως δείχνουν οι συνεχείς παρεμβάσεις του στα εσωτερικά άλλων κρατών.

Ο ΜΑΣΚ διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στο Brexit, όταν και υποστήριξε ανοιχτά τις δυνάμεις που τάσσονταν υπέρ της εξόδου της Βρετανίας από την Ε.Ε. Αυτό προφανώς δεν ήταν αρκετό, τώρα ζητά νέες εκλογές στη χώρα(!) και έχει στραφεί εναντίον της κυβέρνησης του Κιρ Στάρμερ ζητώντας την απελευθέρωση ενός ακροδεξιού ακτιβιστή. Την ίδια ώρα, ενεπλάκη δυναμικά και στον προεκλογικό αγώνα στη Γερμανία, όπου υποστηρίζει ανοιχτά το ακροδεξιό AFD και σχεδιάζει ζωντανή συζήτηση με την ηγέτιδά του, Αλίς Βάιλντεν.

ΟΙ ΜΑΣΚΕΣ του Μασκ, του Kekius Maximus όπως συστήνεται πιά στο Χ, έπεσαν πολύ νωρίς. Ο εκκεντρικός δισεκατομμυριούχος έχει μετατρέψει την ενημερωτική πλατφόρμα σε πεδίο προπαγάνδας της παγκόσμιας ακροδεξιάς. Οι χρήστες του συγκεκριμένου μέσου κοινωνικής δικτύωσης κατακλύζονται από ακροδεξιές και ρατσιστικές απόψεις στην timeline τους, χωρίς οι ίδιοι να έχουν δείξει οποιοδήποτε ενδιαφέρον για αυτές.

Ο ΜΑΣΚ είναι ο πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο, με μια περιουσία που ξεπερνάει τα 300 δισ. δολάρια. Η επιχειρηματική ιδιοφυΐα του είναι αδιαμφισβήτητη, άλλωστε τα έργα του μιλούν γι’ αυτήν: το pay pal, τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα Tesla, οι διαστημικές επιχειρήσεις του. Τα πολιτικά του κίνητρα όμως, παραμένουν σκοτεινά. Οι ουκ ολίγοι απολογητές του προσπαθούν να πείσουν πως θέλει να αποκαταστήσει την ελευθερία της έκφρασης και να σπάσει τους περιορισμούς της πολιτικής ορθότητας. Εξόχως ρομαντική περιγραφή. Ωστόσο, δεν εξηγεί γιατί ένας άνθρωπος που οραματίστηκε τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα ως σωτηρία για το περιβάλλον τελικά συμμάχησε με κάποιον σαν τον Τραμπ που χαρακτηρίζει την κλιματική κρίση «φάρσα».

Ο ΑΛΛΟΤΕ σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του Τραμπ, ο Τζον Μπόλτον, έχει χαρακτηρίσει τον Μασκ έναν Στιβ Μπάνον με δισεκατομμύρια. Είναι γνωστό ότι οι φιλοδοξίες του Μπάνον, που υπηρέτησε το 2016 ως επικεφαλής στρατηγικής στον Λευκό Οίκο, ξεπερνούσαν τον Τραμπ, γι’ αυτό και αποπέμφθηκε με συνοπτικές διαδικασίες. Σε κάθε περίπτωση πάντως, ακόμα και ο Τραμπ αναρωτιέται για τα κίνητρα και τις φιλοδοξίες του Μασκ και γι’ αυτό του έριξε πριν από λίγες ημέρες την μπηχτή : «Ο Ελον δεν μπορεί να γίνει πρόεδρος γιατί δεν έχει γεννηθεί στις ΗΠΑ», δήλωσε δήθεν χαριτολογώντας. Το μήνυμα ωστόσο ήταν απολύτως ευκρινές.

Ο ΜΑΣΚ μπορεί να μην έχει σκοπό να πολιτευτεί, δείχνει πάντως αποφασισμένος να χρησιμοποιήσει τις δυνατότητες που του προσφέρει ο τεράστιος πλούτος του για να περάσει επικίνδυνες πολιτικές. Αυτός άλλωστε ήταν ο λόγος για τον οποίο αγόρασε το twitter (νυν Χ) εν γνώσει του ότι δεν θα αποσβέσει ποτέ τα δισεκατομμύρια που επένδυσε. Αυτό δεν είναι καινούργιο φαινόμενο. Πάντοτε οι πλούσιοι ήθελαν να ασκήσουν επιρροή στις κυβερνητικές αποφάσεις. Και οι πολύ πλούσιοι είχαν πάντα πολύ μεγάλες δυνατότητες, σε βαθμό που ένας φιλελεύθερος στοχαστής, όπως ο Τζον Στιούαρτ Μιλ, να θεωρεί τη συσσώρευση μεγάλου πλούτου ως επικίνδυνη για τη δημοκρατία.

ΑΠΟ ΤΟΤΕ, ένα πλήθος εμπειρικών μελετών έχει δείξει ότι η υπερσυσσώρευση μεγάλου πλούτου οδηγεί σε περιορισμό της οικονομικής ελευθερίας, λιγότερη προστασία των δικαιωμάτων της ιδιοκτησίας, μειωμένη πρόσβαση σε φτηνό χρήμα, χαμηλότερους φόρους για τους πλούσιους και μειωμένες κοινωνικές δαπάνες. Η πιο αρνητική επίπτωση για την ίδια τη δημοκρατία ωστόσο είναι ότι στους πολίτες δημιουργείται η εντύπωση πως οι κανόνες του παιχνιδιού ευνοούν τους πλούσιους και γι’ αυτό στρέφονται σε εξωσυστημικές λύσεις.

Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ είναι πως τον περασμένο αιώνα, η πολιτική προσπάθησε να αντιδράσει σε αυτά τα φαινόμενα και να περιορίσει την ισχύ των πολύ πλουσίων. Το πιο γνωστό παράδειγμα είναι αυτό του Αμερικανού προέδρου Τέντι Ρούζβελτ (1901-1909), ο οποίος εφάρμοσε με δρακόντειο τρόπο την αντιμονοπωλιακή νομοθεσία της εποχής του και διέλυσε μεταξύ άλλων το μονοπώλιο της Standar Oil ιδιοκτησίας του Τζον Ροκφέλερ, του πλουσιότερου ανθρώπου τότε στον κόσμο. Το ίδιο έκανε και με το μεγαλύτερο σιδηροδρομικό μονοπώλιο NSC που ανήκε εν μέρει στον τραπεζίτη Τζ. Π. Μόργκαν. Μια αντίστοιχη διαδικασία καταγράφεται την ίδια περίοδο στη Βρετανία, όπου η υψηλή αριστοκρατία είχε συγκεντρώσει τεράστιες έγγειες ιδιοκτησίες μέσα στους αιώνες και η εκμετάλλευση των κοιτασμάτων άνθρακα και σιδήρου τής απέφερε δυσθεώρητα κέρδη. Διαδοχικές φιλελεύθερες κυβερνήσεις από το 1896 ως το 1911 κατάφεραν να περιορίσουν τη συσσώρευση μεγάλου πλούτου -και την τεράστια πολιτική του επιρροή- θεσπίζοντας τον φόρο κληρονομιάς, τον οποίο θεωρούσε απολύτως δίκαιο ο Τζον Στιούαρτ Μιλ.

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ πάντα είχε τα εργαλεία να αντιδρά στις προσπάθειες σφετερισμού των αρμοδιοτήτων της. Βεβαίως, σε ό,τι αφορά τον Μασκ ο φόρος κληρονομιάς είναι αναποτελεσματικός, αφού δημιούργησε την τεράστια περιουσία του μέσα σε δύο δεκαετίες. Υπάρχουν όμως άλλα μέσα, από τους αντιμονοπωλιακούς νόμους ως τη φορολογία. Πολιτική βούληση είναι το μόνο που χρειάζεται για να αντιμετωπιστούν όσοι θέλουν «εξουσία χωρίς ευθύνη» σύμφωνα με τη διάσημη φράση του Βρετανού πρωθυπουργού Στάνλεϊ Μπάλντουιν. Πολιτική βούληση, που μάλλον δεν πρέπει να περιμένουμε από τον Ντόναλντ Τραμπ.