Quantcast

Τα επίχειρα μιας αλλοπρόσαλλης πολιτικής

Το όχι και τόσο μακρινό 1999 η Τουρκία ήταν «το χαϊδεμένο παιδί» των ΗΠΑ στην περιοχή μας. Η Ουάσιγκτον στήριζε ανεπιφύλακτα την Αγκυρα σε όλα τα θέματα που οι γείτονες θεωρούσαν μείζονα: είτε για να περάσουν οι αγωγοί από την Κασπία μέσα από τουρκικό έδαφος είτε για να ανακηρυχθεί το PKK ως τρομοκρατική οργάνωση. Οι ΗΠΑ υπερασπίζονταν σθεναρά το δικαίωμα της Τουρκίας να στείλει στρατό και αεροπορία στο Ιράκ για να πολεμήσει το PKK και δεν της χαλούσαν χατίρι. Οπως έλεγε ο τότε Αμερικανός υφυπουργός Εξωτερικών Στρόουμπ Τάλμποτ, οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις είχαν αποκτήσει στην περίοδο μετά τον Ψυχρό Πόλεμο ακόμα μεγαλύτερη γεωπολιτική και στρατηγική σημασία.

Χάρη στους ραγδαία αναπτυσσόμενους διπλωματικούς, οικονομικούς και στρατιωτικούς δεσμούς με το Ισραήλ, η Τουρκία είχε την ευκαιρία να αναβαθμίσει τεχνολογικά την αεροπορία της και τον εξοπλισμό του στρατού της. Επίσης, είχε πρόσβαση και στην επιρροή που μπορούσε να ασκήσει στην Ουάσιγκτον το πανίσχυρο εβραϊκό λόμπι. Για «ισορροπία στις σχέσεις των ΗΠΑ με την Τουρκία και την Ελλάδα», την οποία ζήτησε την περασμένη Τετάρτη στην Ουάσιγκτον από τον Μπλίνκεν ο Τσαβούσογλου, δεν γινόταν ούτε νύξη. Το αντίθετο μάλιστα. Η Τουρκία ετοίμαζε -με αμερικανικές πλάτες- το άλμα προς την απόλυτη αεροπορική υπεροχή στην ανατολική Μεσόγειο. Ηταν εκείνη η εποχή που η κυβέρνηση του Μπουλέντ Ετζεβίτ αποφάσισε τη συμμετοχή της Τουρκίας στο πρόγραμμα των F-35 και η απόφαση της Αγκυρας έγινε ασμένως δεκτή από την Ουάσιγκτον: η Τουρκία μπήκε στο πρόγραμμα των F-35 ως εταίρος επιπέδου 3, ισότιμα δηλαδή με χώρες του σκληρού πυρήνα του Ατλαντισμού, όπως ο Καναδάς, η Αυστραλία, η Νορβηγία και η Δανία. Μόνο η Βρετανία, η Ιταλία και η Ολλανδία είχαν καλύτερη αντιμετώπιση.

Σύμφωνα με αυτή την συμφωνία εταιρικής συμμετοχής του 1999, η Τουρκία θα έπαιρνε 100 έως 130 μαχητικά F-35. Τα πρώτα δύο επρόκειτο να τα παραλάβει το καλοκαίρι του 2018 - τα τουρκικά πληρώματα είχαν πάει, μάλιστα, στις ΗΠΑ για να εκπαιδευτούν. Αν ο Ερντογάν δεν είχε τινάξει με τα καμώματά του τη συμφωνία στον αέρα, η Τουρκία θα διέθετε ήδη σήμερα μια πλήρη και έτοιμη για επιχειρήσεις μοίρα αεροσκαφών αυτού του τύπου και μαζί την αδιαμφισβήτητη υπεροπλία στην περιοχή μας. Και θα είμασταν εμείς που θα τρέχαμε…

Η ιστορία αυτή προσφέρεται για μερικά χρήσιμα συμπεράσματα. Το πρώτο και σημαντικότερο είναι ότι στις διεθνείς σχέσεις δεν επιτρέπεται να την «ψωνίσεις». Το 2018, ο Ερντογάν είχε οικοδομήσει φιλικές σχέσεις τον τότε Αμερικανό Πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ. Θεωρούσε πως ήταν ισότιμος συνομιλητής του. Πίστευε επίσης, πως οι Αμερικανοί δεν θα τολμούσαν να τον πειράξουν για την αγορά των S-400. Τον πέταξαν από το πρόγραμμα των F-35 με συνοπτικές διαδικασίες.

Το δεύτερο συμπέρασμα είναι πως μια εξωτερική πολιτική που είναι απρόβλεπτη για όλους, συμμάχους και αντιπάλους, αποδυναμώνει μεσοπρόθεσμα τη θέση της χώρας. Ευκαιριακά, στο εσωτερικό μπορεί να δίνει πόντους σε έναν ηγέτη όπως ο Ερτογάν, που καυχιόταν ότι «τρίζει τα δόντια» στους Αμερικανούς, τους Ρώσους, τους Γάλλους. Οι λεονταρισμοί του, όμως, δεν τον πήγαν πολύ μακριά. Εχοντας να αντιμετωπίσουν έναν απρόβλεπτο και κυκλοθυμικό σύμμαχο στον οποίο δεν μπορούσαν να έχουν εμπιστοσύνη, οι Αμερικανοί υποχρεώθηκαν να σκεφτούν εναλλακτικές λύσεις στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου. Η Ελλάδα ήταν η εύλογη επιλογή λόγω γεωγραφίας και συμμετοχής στο ΝΑΤΟ. Ο κύριος λόγος, όμως, ήταν ότι ο εγχώριος αντιαμερικανισμός ανήκε πλέον στο παρελθόν και διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις από όλο το πολιτικό φάσμα είχαν δείξει έμπρακτα και ξεκάθαρα στην Ουάσιγκτον πως τους ενδιέφερε μια στενότερη συνεργασία με τις ΗΠΑ. Κάπως έτσι η σημασία της Ελλάδας για τους Αμερικανούς αναβαθμίστηκε τα τελευταία χρόνια, κάτι που φάνηκε καθαρά το 2021 και μετά, με την επέκταση της αμυντικής συμφωνίας, της αναβάθμισης της Σούδας και της Αλεξανδρούπολης. Η τροπολογία Μενέντεζ - Ρούμπιο στον αμυντικό προϋπολογισμό του 2021 άνοιξε διάπλατα τον δρόμο στην Αθήνα, για να προμηθευτεί F-35 και να εδραιώσει την αεροπορική της υπεροχή στο Αιγαίο για τις επόμενες δεκαετίες. Οι Τούρκοι κατάλαβαν μάλλον αργά τι είχε συμβεί. Ενοχλήθηκαν, άφρισαν, όμως είχαν κάψει μόνοι τους το χαρτί τους. Ας πρόσεχαν…