Στο οικονομικό του πρόγραμμα ο Ντόναλντ Τραμπ προαναγγέλλει την επιβολή δασμών 10% έως 20% σε όλα τα εισαγόμενα είδη και τριπλασιασμό τους (60%) για όσα εισάγονται από την Κίνα, τον άμεσο ανταγωνιστή των ΗΠΑ σε επίπεδο οικονομίας και παγκόσμιας ισχύος. Για τον μεταπολεμικό κόσμο, που οικοδομήθηκε στο πνεύμα του Μπρέτον Γουντς και των συμφωνιών GATT για την άρση των εμποδίων στο εμπόριο, αυτή είναι μια γλώσσα που ξενίζει.
Ο Τραμπ είχε πει περίπου τα ίδια και πριν από την πρώτη εκλογική του νίκη, το 2016. Είχε επιβάλει δασμούς στα κινεζικά προϊόντα, όχι όμως αυτούς που θα ήθελε. Τότε, τον «φρέναρε» το κατεστημένο της αμερικανικής διοίκησης. Αυτή τη φορά θα είναι αλλιώς. Ο τέως Πρόεδρος έχει θέσει ως προτεραιότητα να αλλάξει τους επικεφαλής στα κρίσιμα διοικητικά πόστα. Αυτό όμως δεν έχει τόση σημασία όσο το γεγονός ότι ο διάδοχός του, ο Τζο Μπάιντεν, δεν ακύρωσε ούτε έναν φόρο εισαγωγής από αυτούς που είχε επιβάλει ο Τραμπ στην Κίνα. Αντίθετα, επέβαλε κάποιους ακόμα, ανεβάζοντας το συνολικό ύψος των δασμών στα κινεζικά προϊόντα στα 79 δισ. δολάρια. Επιπλέον, ο Μπάιντεν έδωσε ενισχύσεις και απαλλαγές στις αμερικανικές επιχειρήσεις (αυτές που η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Ε.Ε. θα καυτηρίαζε ως απευθείας επιδοτήσεις) συνολικού ύψους 412 δισ. δολαρίων.
Για δεύτερη φορά μέσα σε οκτώ χρόνια ένας υποψήφιος Πρόεδρος των ΗΠΑ ομνύει ανοιχτά στην ατζέντα του προστατευτισμού. Δεν είναι σύμπτωση, όπως δεν είναι σύμπτωση ότι η Κάμαλα Χάρις δεν σχολίασε το γεγονός. Οι ΗΠΑ μοιάζουν να αποποιούνται το ελεύθερο εμπόριο, έναν ακρογωνιαίο λίθο της ογδοντάχρονης ηγεμονίας τους. Οι Αμερικανοί φοβούνται τον ανταγωνισμό και αυτό είναι καραμπινάτη ένδειξη παρακμής.
Ο Τραμπ δεν είναι η αιτία, αλλά το σύμπτωμα. Οι πολίτες των ΗΠΑ νοσταλγούν τη μεταπολεμική κοινωνία της αφθονίας και τα ευτυχισμένα χρόνια του περασμένου αιώνα. Δεν θέλουν να σηκώνουν άλλο το βάρος της παγκόσμιας ηγεμονίας. Ο απομονωτισμός (to mind our own business) έχει βαθιές ρίζες στη χώρα. Η άσκηση της οικονομικής πολιτικής θα γίνεται όλο και πιο αυταρχική. Ο βραχνάς του τεράστιου αμερικανικού χρέους, για το οποίο κανείς από τους δύο υποψήφιους Προέδρους δεν έχει κάποιο σχέδιο, επιβάλλει σε όποιον και να εκλεγεί στον Λευκό Οίκο να μπορεί να τυπώσει νόμισμα.
Αυτά δεν είναι καλά νέα για τον υπόλοιπο κόσμο, για την Ευρώπη και για την Ελλάδα. Η Economist Intelligence Unit υπολόγισε πως οι εξαγγελλίες Τραμπ θα ρίξουν το αμερικανικό ΑΕΠ κατά 0,8%. Αν, μάλιστα, προχωρήσει στην πράξη και στην απέλαση μεταναστών, το ΑΕΠ των ΗΠΑ μπορεί να υποχωρήσει κατά 3% επιπλέον. Η Αμερική θα μπει σε ύφεση, κάτι που θα επηρεάσει όλο τον κόσμο.
Τα μέτρα θα φέρουν και αντίμετρα. Οι δασμοί, άλλους δασμούς. Από έναν εμπορικό πόλεμο των ΗΠΑ με την Κίνα, όμως, ο μεγάλος χαμένος θα είναι η Ε.Ε., καθώς οι οικονομίες της και η παραγωγική της βάση έχουν σαφή εξαγωγικό προσανατολισμό. Η αναδιάρθρωση που θα απαιτηθεί θα είναι επίπονη και θα πρέπει να συμβεί σε μια περίοδο αυξημένης ανασφάλειας στα εξωτερικά και αλλεπάλληλων κρίσεων που προκαλεί η κλιματική αλλαγή. Καμία ευρωπαϊκή χώρα δεν θα μείνει αλώβητη από αυτό και φυσικά όχι η Ελλάδα, που έχει εξειδικευτεί σε υπηρεσίες (τουρισμός, ναυτιλία) οι οποίες εξαρτώνται από την ευημερία των άλλων και κλονίζονται σε κάθε κρίση.
Για εμάς, βεβαίως, οι εκλογές αποκτούν ακόμη μεγαλύτερη σημασία, με ανοιχτή μια βεντάλια εθνικών θεμάτων και κυρίαρχα τα ελληνοτουρκικά. Η χώρα μας είναι πλέον στρατηγικός εταίρος των ΗΠΑ (διπλωματικά, στρατιωτικά και ενεργειακά), όμως η Τουρκία παραμένει μια μεγάλη δύναμη στην περιοχή. Η Κ. Χάρις θα κινηθεί μάλλον στα γνώριμα μονοπάτια της στενής σχέσης που οικοδομήθηκε με την Αθήνα επί Μπάιντεν. Από την άλλη, ελπίζουμε ότι ο θαυμασμός του Τραμπ στους κάθε λογής απολυταρχικούς ηγέτες (Πούτιν, Ερντογάν) θα τιθασευτεί από την αμερικανική διπλωματία, που προκρίνει ως σημαντικότερα τα εθνικά συμφέροντα των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, στην Ουκρανία και στα Βαλκάνια. Και εκεί μας έχουν ανάγκη. Ολα αυτά βεβαίως είναι εκτιμήσεις και ευχές. Με τον Τραμπ δεν μπορεί να είναι βεβαιότητες.
Το συμπέρασμα είναι ότι με τον Τραμπ ο κόσμος και η Ελλάδα ξαναμπαίνουν σε αχαρτογράφητα νερά. Με μια νίκη της Χάρις θα κερδίσουμε χρόνο. Ομως τίποτε παραπάνω. Γιατί, όπως εκτιμά η Economist Intelligence Unit, η Χάρις απλώς θα κάνει λιγότερη ζημιά. Ενα πρόγραμμα για την ανάταξη των ΗΠΑ σε όλα τα επίπεδα, σε οικονομία και σε γεωστρατηγική, δεν έχουν και δεν μπορούν να προσφέρουν οι δύο υποψήφιοι. Η Αμερική δείχνει να έχει χάσει την ικανότητά της να επιστρέφει και να μας εκπλήσσει, όπως έκανε μετά την κρίση της δεκαετίας του ‘70. Στη συγκεκριμένη συγκυρία, η Χάρις δείχνει να είναι το μικρότερο κακό. Κυρίως για εμάς τους υπόλοιπους.
ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ
5/12/2024