Quantcast

Τρίζουν τα κόκαλα του Ανδρέα

Ο Ανδρέας Παπανδρέου έμεινε στην ιστορία και στο συλλογικό υποσυνείδητο της κεντροαριστεράς για μια σειρά από μεταρρυθμίσεις που βελτίωσαν την οικονομική -και όχι μόνο- κατάσταση των ευρύτερων στρωμάτων του πληθυσμού. Οσοι βίωσαν την εποχή θυμούνται με νοσταλγία τις γενναίες αυξήσεις στους μισθούς και την αυτόματη τιμαριθμική αναπροσαρμογή, τις αθρόες προσλήψεις στο Δημόσιο, τον συνδικαλιστικό νόμο, τη δημιουργία του ΕΣΥ. Δεν θυμούνται, όμως, απολύτως τίποτε για φορολογικά μέτρα και αυξήσεις φόρων. Και δεν θυμούνται, γιατί δεν έγιναν. Ο Ανδρέας δεν αύξησε κανέναν φόρο. Το αφορολόγητο αύξησε και μάλιστα γενναία. Και καθαίρεσε αυτοστιγμεί, με προσωπική του παρέμβαση στη Βουλή, τον πρώτο υπουργό του επί των Οικονομικών, τον Μανόλη Δρεττάκη, που επιχείρησε τον Ιούνιο του 1982 να ψηφίσει νομοσχέδιο για τη φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας των Ελλήνων.

Το κόστος των μεταρρυθμίσεων της εποχής εκείνης καλύφθηκε με δημοσιονομική επέκταση, δηλαδή με δάνεια που τα πληρώσαμε όλοι μαζί πολύ ακριβά δεκαετίες αργότερα. Αυτό, όμως, είναι μια άλλη ιστορία. Σημασία έχει πως ο Ανδρέας Παπανδρέου -για την κληρονομιά του οποίου ερίζουν μέσα στην προεκλογική περίοδο ο Αλέξης Τσίπρας και ο Νίκος Ανδρουλάκης-, ο σοσιαλιστής, ο άνθρωπος που κοινωνικοποίησε πάνω από τις μισές ελληνικές βιομηχανίες, δεν είχε καμία ιδεολογική αγκύλωση σε σχέση με τους φόρους. Και δεν δίσταζε να «σουτάρει» τα στελέχη του, που θεωρούσαν ότι οι σοσιαλιστικές πεποιθήσεις τους τούς υποχρεώνουν να «τσεκουρώσουν» τους «έχοντες και κατέχοντες». Ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ είχε τη δυνατότητα να αφουγκράζεται την κοινή γνώμη και είχε αντιληφθεί την καχυποψία της απέναντι σε κάθε μορφής φορολογικά σχέδια.

Θα πρέπει, λοιπόν, να τρίζουν τα κόκαλα του Ανδρέα στον τάφο του καθώς παρακολουθεί τους αυτόκλητους επιγόνους του σε ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ να διαγκωνίζονται ποιος θα φορολογήσει τους Ελληνες περισσότερο. Και θα πρέπει να αναρωτιέται, «μα τι ακριβώς κάνουν αυτοί;». Γιατί, σε αντίθεση με τη δική του εποχή όταν υπήρχε η ευχέρεια να χρηματοδοτηθούν παροχές με δανεικά και η χώρα βίωνε μια σχετική ευημερία, η σημερινή Ελλάδα έχει ζήσει στο πετσί της μια δεκαετία άγριας δημοσιονομικής και φορολογικής προσαρμογής, που έφερε τεράστια ύφεση και αναστάτωση στην καθημερινή ζωή του πολίτη. Στη διάρκεια αυτής της δεκαετίας, οι φόροι αυξήθηκαν κατά 900% και η φορολογία εισοδήματος, οι έμμεσοι φόροι και οι φόροι στην ακίνητη περιουσία εκτοξεύτηκαν σε επίπεδα υψηλότερα του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Σε έναν λαό που έχει βιώσει μια τέτοια καταιγίδα, που ένα μεγάλο μέρος του εξακολουθεί να είναι καταχρεωμένο και με κατασχεμένους λογαριασμούς, δεν μιλάς για αυξήσεις φόρων, εκτός και αν έχεις αυτοκτονικές διαθέσεις.

Προφανώς, στο ΠΑΣΟΚ έχουν ξεχάσει τι ακριβώς τους στοίχισε εκλογικά το τέλος στην ακίνητη περιουσία που επιβλήθηκε στους λογαριασμούς της ΔΕΗ (για να εισπραχθεί) το 2011 και μετασχηματίστηκε αργότερα στον ΕΝΦΙΑ. Προφανώς και στον ΣΥΡΙΖΑ δεν θέλουν να θυμούνται τι τους κόστισε ο νόμος Κατρούγκαλου (δήθεν ασφαλιστική μεταρρύθμιση, στην πραγματικότητα άγρια φορομπηχτική πολιτική) στις εκλογές του 2019, αλλά και στις πρόσφατες εκλογές του Μαΐου. Η επιπολαιότητα με την οποία και τα δύο κόμματα αντιπαρέρχονται το βεβαρημένο φορολογικό τους μητρώο εντυπωσιάζει: Ο Αλέξης Τσίπρας και ο Νίκος Ανδρουλάκης έχουν ανακαλύψει ως νέα πανάκεια τη μείωση του ΦΠΑ στα τρόφιμα και στα καύσιμα, με την οποία θα αντιμετωπίσουν την ακρίβεια και θα κάνουν σκόνη τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Επειδή, όμως, δεν είμαστε πια στο 1981 ώστε να χρηματοδοτήσουν το κόστος με δημοσιονομική επέκταση, μιλούν για νέους φόρους, για αυξήσεις φόρων ή για έκτακτη φορολόγηση στις επιχειρήσεις.

Ο κόσμος ανατριχιάζει. Οταν το επισημαίνεις στα κεντροαριστερά κομματικά επιτελεία, σου μιλούν για τις διεθνείς τάσεις αύξησης φορολογικών συντελεστών (που πράγματι υπάρχουν, σε χώρες όμως που μείωναν τους φόρους για δεκαετίες και δεν βίωσαν μνημόνια) και θεωρούν ως καταλυτικό επιχείρημα τη φορολογική δικαιοσύνη. Αυτό ακούγεται σωστό. Μήπως, όμως, να το δούμε αλλιώς; Αντί να πνίξουμε την επιχειρηματική δραστηριότητα, μήπως να προσπαθήσουμε να μειώσουμε τους φόρους στην εργασία; Στο κάτω κάτω της γραφής, το μείζον για τη χώρα σήμερα είναι να δημιουργήσει πλούτο, πλούτο για τις γενιές που μεγάλωσαν στα μνημόνια και έχουν ανάγκη να ζήσουν μια περίοδο έστω και σχετικής ευημερίας. Γι’ αυτό χρειάζονται επενδύσεις. Γι’ αυτό χρειάζεται φορολογική σταθερότητα. Οι αυξήσεις φόρων για να επιτευχθούν πρόσκαιροι στόχοι, η έκτακτη φορολογία και η αλόγιστη και συγκυριακή επιβάρυνση των επιχειρήσεων δεν είναι αναπτυξιακή συνταγή, διαχείριση της μιζέριας είναι. Και ο πλέον ενδεδειγμένος τρόπος να το βάλουν στα πόδια επενδυτές και ψηφοφόροι…