Quantcast

«Μονομάχοι» και θεσμοί

Η κυβέρνηση, διά νομικού-υπουργού της, «δήλωσε» ότι δεν διώκει «κανέναν» σε προσωπικό επίπεδο. Πράγματι, η Βουλή αποφασίζει. Ομως εξίσου ισχύει ότι εντέλει με απόφαση τριάντα βουλευτών ο εκάστοτε πλειοψηφήσας σε εκλογές, που σχηματίζει μέσω απόλυτης πλειοψηφίας κυβέρνηση, είναι σε θέση να κινήσει την προβλεπόμενη εκ του Συντάγματος ποινικού τύπου διαδικασία «ελέγχου» συγκεκριμένων πεπραγμένων του ηττηθέντος στις εκλογές πολιτικού του αντιπάλου. Είναι όμως και σε θέση, ως έχων την απόλυτη πλειοψηφία βουλευτών, να ασκήσει κατ’ αυτού και δίωξη, αν το αποφασίσει! Εχει ή δεν έχει συμφέρον να απαξιώσει τον αντίπαλό του; Ειδικά, όταν, κατά τη λογική πορεία των πραγμάτων, αναμένεται να διαγκωνιστούν εκ νέου ως «μονομάχοι» στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση. Δεν έχει, δηλαδή, συμφέρον να του ρίξει κάμποσες «σπαθιές»; Να τον τραυματίσει; Καθίσταται, μάλιστα, τούτο προφανές, όταν επιλέγει εξ αρχής αυτή την ποινικού χαρακτήρα διαδικασία. Ενώ μπορεί, αντί αυτής, σύμφωνα με το Σύνταγμα, να προτιμήσει την πιο ήπια και πιο «πολιτική» διαδικασία κοινοβουλευτικού ελέγχου των πεπραγμένων του αντιπάλου του. Αν προκύψουν σε μια τέτοια διαδικασία «ενδείξεις» τέλεσης αδικήματος και συμφωνούν κι άλλοι κοινοβουλευτικοί, καλώς να συσταθεί τότε προανακριτική. Οπότε η επιλογή αυτή, της απευθείας διερεύνησης από πλευράς κυβερνώντος σε θέση «εισαγγελέως» των πεπραγμένων του αντιπάλου του, παρόλο που προβλέπεται από το Σύνταγμα, πάσχει στην πράξη από αντικειμενικότητα και αμεροληψία. Λόγω των ανωτέρω σκοπιμοτήτων, που εύκολα μπορεί κάποιος να διαγνώσει ότι μπορούν να εξυπηρετηθούν στην πράξη. Οπότε τίθεται το ερώτημα: αληθεύει ή όχι ότι η διαδικασία αυτή θέτει υπό «ομηρία» τον εκάστοτε ηττηθέντα αντίπαλο; Γι’ αυτό, άλλωστε, δεν έσπευσαν κάποιοι να πουν ότι ο «έλεγχος» μπορεί να επεκταθεί, όπως μπορεί, και να συμπεριλάβει τον τέως πρωθυπουργό; Μόνο, όμως, η Δικαιοσύνη, για όσους αναλογίζονται τις ανισότητες που προκύπτουν στη διαδικασία αυτή, θα έπρεπε να προβλέπεται να είναι αρμόδια να διερευνά τυχόν ύπαρξη ποινικών ευθυνών από πλευράς πολιτικών προς άσκηση δίωξης, όπως δηλαδή ισχύει για όλους τους πολίτες. Γιατί μόνο αυτή ως θεσμός στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες με την «τριμερή διάκριση εξουσιών» συγκεντρώνει τα ανωτέρω εχέγγυα αντικειμενικότητας και αμεροληψίας, λόγω της μη συμμετοχής της σε τέτοιου τύπου αντιπαλότητες. Αντί, όμως, να νομοθετήσουμε κάτι τέτοιο, φτάνουμε εντέλει σε μια προανακριτική που θα έχει ως αντικείμενο έρευνας το κατά πόσο ο θεσμός της Δικαιοσύνης λειτούργησε υπό την καθοδήγηση του τέως υπουργού Δικαιοσύνης, ενδεχομένως και του τέως πρωθυπουργού! Δεν καταργείται, όμως, κατ’ αυτόν τον τρόπο η τριμερής διάκριση των εξουσιών; Η εκτελεστική εξουσία να βρεθεί στη θέση «ελέγχοντος» τη δικαστική εξουσία; Προς χάρη σκοπιμοτήτων των «μονομάχων»;