Δύο από τις πιο πολυσυζητημένες συσκευές της Apple χαρακτηρίστηκαν πλέον ως «vintage», λιγότερο από μια δεκαετία μετά την κυκλοφορία τους, γεγονός που ενδέχεται να δημιουργήσει προβλήματα για όσους συνεχίζουν να τις χρησιμοποιούν.
Συγκεκριμένα, το iPhone 7 Plus (κυκλοφόρησε το 2016) και το iPhone 8 (του 2017) προστέθηκαν στη λίστα των «vintage» προϊόντων της Apple. Αν και ο όρος «vintage» συνήθως σημαίνει κάτι σπάνιο ή συλλεκτικό, στην περίπτωση της Apple σημαίνει ότι οι συσκευές δεν υποστηρίζονται πλέον επίσημα και ίσως να μη μπορούν καν να επισκευαστούν αν υποστούν κάποια βλάβη.
Τι σημαίνει ο χαρακτηρισμός «vintage» για τα iPhone
Η Apple χωρίζει τα προϊόντα της σε τρεις κατηγορίες: ενεργά, vintage και παρωχημένα (obsolete). Ένα προϊόν θεωρείται vintage όταν έχει σταματήσει να διατίθεται προς πώληση εδώ και 5 έως 7 χρόνια. Παρότι ενδέχεται ακόμα να γίνονται επισκευές σε καταστήματα Apple ή εξουσιοδοτημένους συνεργάτες, αυτό εξαρτάται από τη διαθεσιμότητα ανταλλακτικών.
Μετά από δύο χρόνια στη vintage λίστα, τα προϊόντα περνούν στην κατηγορία των παρωχημένων, όπου η Apple διακόπτει κάθε υποστήριξη και οι επισκευές καθίστανται αδύνατες, ακόμα και μέσω εξωτερικών συνεργατών.
Ποιες συσκευές επηρεάζονται
Σύμφωνα με πληροφορίες του MacRumors, όλα τα μοντέλα του iPhone 7 Plus και οι εκδόσεις 64GB και 256GB του iPhone 8 προστέθηκαν στη λίστα των vintage. Εξαίρεση αποτελεί η έκδοση 128GB του iPhone 8, την οποία η Apple δεν έχει τοποθετήσει ακόμα στην κατηγορία των vintage. Επίσης, η έκδοση (PRODUCT)RED του iPhone 8 είχε ήδη καταχωριστεί ως vintage.
Κατά την κυκλοφορία του, το iPhone 8 με την γυάλινη πλάτη και την υποστήριξη ασύρματης φόρτισης είχε χαρακτηριστεί από τη MailOnline ως «το καλύτερο κινητό που έχει φτιάξει ποτέ η Apple». Το iPhone 7 Plus ξεχώριζε για την τηλεφακό-κάμερα 12 megapixel, την οθόνη 5,5 ιντσών και την κατάργηση της θύρας ακουστικών.
Από το «vintage» στο «παρωχημένο»: Πώς λειτουργεί η στρατηγική της Apple
Δύο ακόμα συσκευές της Apple μετακινήθηκαν από τη λίστα των vintage στη λίστα των παρωχημένων: το iPad Air 2 (του 2014) και το iPad Mini 2 (του 2013). Όταν ένα προϊόν θεωρείται obsolete, η Apple δεν προσφέρει πλέον κανενός είδους υποστήριξη ή επισκευή – ούτε μπορεί να παραγγείλει ανταλλακτικά.
Το iPad Air 2, που κόστιζε 529 ευρώ όταν κυκλοφόρησε στην Ελλάδα και ξεχώριζε για το λεπτό του προφίλ (μόλις 6,1 χιλιοστά), ενώ το iPad Mini 2 εισήγαγε την οθόνη Retina στη σειρά και προσέφερε καλύτερες επιδόσεις σε σχέση με τον προκάτοχό του.
Περιβαλλοντικές αντιδράσεις
Η ταχεία απόσυρση συσκευών που κόστιζαν εκατοντάδες ευρώ έχει προκαλέσει έντονες αντιδράσεις από περιβαλλοντικές οργανώσεις. Η κριτική στρέφεται εναντίον της Apple και άλλων τεχνολογικών κολοσσών για τη συμβολή τους στην «κρίση ηλεκτρονικών αποβλήτων», με όλο και περισσότερες παλιές συσκευές να καταλήγουν σε χωματερές.
Ο τεχνολογικός συντάκτης Adam Engst δήλωσε: «Είναι εύκολο να νομίζουμε πως η Apple θα επισκευάσει οτιδήποτε της φέρουμε, αλλά αυτό δεν ισχύει. Υπάρχουν πολιτικές για το πόσα χρόνια διατηρεί υποστήριξη και ανταλλακτικά – και αυτό είναι λογικό. Κανείς δεν περιμένει να επισκευαστεί ένα Mac του 1984.»
Ωστόσο, πολλοί θεωρούν απαράδεκτο να αποσύρονται συσκευές λιγότερο από 10 ετών που κόστιζαν εκατοντάδες ευρώ, την ώρα που οι καταναλωτές καλούνται να αγοράζουν συνεχώς καινούριες.