Quantcast

«Στο απόλυτο "κόκκινο" 67.000 επιχειρήσεις»

Λόγο για «επιδημία λουκέτων» στην αγορά η οποία συνεχίζεται και αυξάνεται ως «μεταδοτική ασθένεια», κάνει σε συνέντευξή του στο Real.gr ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ Β. Κορκίδης.
Συνέντευξη στον Δημήτρη Χριστούλια

Λόγο για «επιδημία λουκέτων» στην αγορά η οποία συνεχίζεται και αυξάνεται ως «μεταδοτική ασθένεια», κάνει σε συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης που παραχώρησε στο real.gr ο πρόεδρος της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ελληνικού Εμπορίου (ΕΣΕΕ) Βασίλης Κορκίδης. Ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας των Εμπόρων τονίζει επίσης ότι «εάν δεν προστατευτεί άμεσα η Μμε επιχείρηση ακόμα και σε συμβολικό επίπεδο που δείχνει ότι κάποιος νοιάζεται, τότε το μέλλον 190.000 ελληνικών επιχειρήσεων διαγράφεται αβέβαιο».

Πως προδιαγράφεται το προσεχές μέλλον για την ελληνική αγορά και τις μικρομεσαίες εμπορικές επιχειρήσεις;

Το τελευταίο διάστημα η διαρκώς διευρυνόμενη ύφεση, έχει διαμορφώσει ένα ασφυκτικό πλαίσιο τόσο για την αγορά γενικά, όσο και ειδικότερα για τις ελληνικές Μμε επιχειρήσεις. Η δραματική μείωση στους τζίρους κατά περίπου 65 δισ. και η σημαντική αύξηση των υποχρεώσεων –ιδιαίτερα των ληξιπρόθεσμων εξ’ αυτών- έχουν οδηγήσει σε «λουκέτα» και σε απώλειες θέσεων εργασίας και πολύτιμων πόρων για την οικονομία Όπως γίνεται αντιληπτό το 2012 είναι ένα έτος κατάρρευσης της κίνησης της αγοράς λιανικής, αφού εκτιμάται ότι δεν θα ξεπεράσει στα 49 δισ. ευρώ φέτος από τα 77 δις του κύκλου εργασιών του λιανεμπορίου το 2009 κάτι που πιέζει για άμεση αντιμετώπιση του προβλήματος.

Θα αναφερθώ στην έρευνα πού έχουμε κάνει πρόσφατα για το εμπόριο και δείχνει ότι 68.000 έχουν κλείσει , 190.000 βρίσκονται σε κατάσταση ανάγκης και 63.000 με 67.000 είναι στο απόλυτο «κόκκινο». Δυστυχώς, τα κλεισίματα είναι μία πραγματική μάστιγα για την ελληνική μικρή και μεσαία επιχειρηματικότητα που αντικατοπτρίζει και την πραγματικότητα της ύφεσης. Όπως γνωρίζετε, η ΕΣΕΕ διεξάγει ανά τακτά διαστήματα έρευνες για τα «λουκέτα» σε σημαντικούς εμπορικούς δρόμους. Το γενικό συμπέρασμα είναι ιδιαίτερα δυσμενές, αφού η αναλογία των κλειστών επιχειρήσεων προς τις ανοιχτές κατέγραψε αύξηση σε σύγκριση με τον προηγούμενο χρόνο κατά 30%. Μπορεί να γίνει λόγος για «επιδημία λουκέτων» στην αγορά η οποία συνεχίζεται και αυξάνεται ως «μεταδοτική ασθένεια». Ειδικότερα, η κατάσταση του κέντρου της Αθήνας εξακολουθεί να είναι ιδιαίτερα κρίσιμη και μάλιστα κρισιμότερη από το προηγούμενο εξάμηνο, αφού το ποσοστό των κλειστών επιχειρήσεων αυξήθηκε στο 29,6%, από 24,4% που ήταν τον Αύγουστο του 2011 και από 23,4% που ήταν Μάρτιο του 2011.

Εάν δεν προστατευτεί άμεσα η Μμε επιχείρηση ακόμα και σε συμβολικό επίπεδο που δείχνει ότι κάποιος νοιάζεται, τότε το μέλλον 190.000 ελληνικών επιχειρήσεων διαγράφεται αβέβαιο.

Η ακρίβεια αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα του Έλληνα καταναλωτή. Υπάρχει τρόπος να μειωθούν οι τιμές ή βλέπετε και λόγω διεθνών συγκυριών να ξεσπά νέο κύμα ανατιμήσεων σε προϊόντα ευρείας κατανάλωσης;

Η ακρίβεια δεν είναι κάτι γενικό και αόριστο, έχει ταυτότητα, είναι κάτι συγκεκριμένο, που μπορεί να εντοπισθεί και να παταχθεί. Η ακρίβεια στην κατάσταση που βρίσκονται νοικοκυριά και επιχειρήσεις δεν δικαιολογείται, δεν εξηγείται και σίγουρα δεν επιτρέπεται.

Από τώρα γνωρίζουμε, λοιπόν, ότι βρισκόμαστε υπό την απειλή της ακρίβειας σε βασικά είδη διατροφής, όπως το κρέας, το γάλα και το ψωμί, εξαιτίας της ραγδαίας αύξησης των τιμών σε σόγια, σιτάρι και καλαμπόκι, που αποτελούν χρηματιστηριακά προϊόντα και επηρεάστηκαν από ακραία καιρικά φαινόμενα, που είχε ως αποτέλεσμα ακόμα και τον διπλασιασμό της τιμής στη σόγια και την αύξηση 40% της τιμής στο σιτάρι και 60% στο καλαμπόκι.

Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες έχουν ήδη σημειωθεί αυξήσεις οι οποίες φθάνουν ακόμα και το 20% σε βασικά καταναλωτικά αγαθά που χρησιμοποιούν ως πρώτη ύλη δημητριακά και σιτηρά, αλλά και σε προϊόντα ζωικής προέλευσης, δεδομένου ότι αυξήθηκε δραματικά το κόστος των ζωοτροφών. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Ιταλίας, όπου κάθε εβδομάδα οι τιμές αναπροσαρμόζονται και αυτό είναι κάτι που εμείς στην Ελλάδα πρέπει να αποφύγουμε πάση θυσία.

Τη δύσκολη αυτή κατάσταση καλούμαστε να διαχειριστούμε φέτος το χειμώνα όλοι όσοι εμπλεκόμαστε στην διαδικασία παραγωγής, διακίνησης και εμπορίας τροφίμων ώστε να μην προκληθεί καμιά αύξηση των τιμών.

Είναι γεγονός ότι τα χρονικά περιθώρια που θα μπορέσουν να συγκρατήσουν χαμηλά το κόστος σε δημητριακά, ψωμί, γάλα, κρέας και κοτόπουλο στενεύουν δραματικά και η προοπτική για αύξηση των τιμών στο τελικό προϊόν που θα διατίθεται στον καταναλωτή φαντάζει πολύ σύντομα απειλητική, όμως ειδικά αυτόν τον χειμώνα είναι επιτακτική η ανάγκη συγκράτησης των τιμών καθώς και η προσπάθεια να μειωθούν δραστικά κυρίως οι ποσότητες των τροφίμων που φτάνουν το 80%.

Στην ΕΣΕΕ αναμένουμε ότι η πορεία της τιμής που θα καταγράψει φέτος το ψωμί και το γάλα, θα είναι τελικά οριακά πτωτική. Επίσης, πιστεύουμε ότι οι βασικές πηγές στους κλάδους της αρτοποιίας και των γαλακτοκομικών παρά τις αυξήσεις στις τιμές πρώτης ύλης θα αποφύγουν να κάνουν οποιαδήποτε αύξηση και θα δώσουν έτσι σαφή κατεύθυνση που θα ακολουθήσουν όλοι οι κλάδοι τροφίμων στην πολιτική τιμών τους στην ελληνική αγορά.

Τρόπος να μειωθούν οι τιμές υπάρχει και όπως βλέπεται την κατάλληλη περίοδο, πρώτες οι επιχειρήσεις τροφίμων έξυπνα απάντησαν στις νέες καταναλωτικές τάσεις που διαμόρφωσε η οικονομική κρίση στην Ελλάδα και ακολούθησε ουσιαστικά την στροφή των καταναλωτών στα προϊόντα με ελληνική ετικέτα.

Ακολουθώντας το μήνυμα «καταναλώνουμε όσα παράγουμε», σημαντικό επίσης, για την ελληνική αγορά θα είναι να «ισιώσει» και να «κοντύνει» ο δρόμος από το χωράφι στο ράφι, ώστε να γίνει μια σωστή εμπορική διαχείριση των αγροτικών προϊόντων που δεν θα αδικεί τον παραγωγό, θα δίνει κίνητρα στο χονδρικό και λιανικό εμπόριο αλλά κυρίως θα ανταποκριθεί στην λιγότερο γεμάτη τσέπη του καταναλωτή.

Πιστεύετε ότι το κράτος πρέπει να πάρει μέτρα προκειμένου να δίνεται μια δεύτερη ευκαιρία σε όσους επιχειρηματίες απέτυχαν την πρώτη τους επιχειρηματική απόπειρα;

Η ΕΣΕΕ, ανταποκρινόμενη σε ένα πάγιο αίτημα του επιχειρηματικού κόσμου, εκπόνησε το σχέδιο της συνημμένης τροπολογίας, με το οποίο αφενός ορίζεται το περιεχόμενο της «εντός της ύφεσης» υπερχρεωμένης επιχείρησης, αφετέρου «παγώνουν» προσωρινά τα μέτρα καταδίωξης κατά των υπερχρεωμένων επιχειρήσεων, οι οποίες κατέστησαν προβληματικές, χωρίς ευθύνη τους, ακριβώς ως απότοκο της παρατεταμένης κρίσης. Κατά συνέπεια, ζητάμε την υιοθέτηση της συνημμένης τροπολογίας, ως μίας ελάχιστης ανταπόκρισης στα μέτρα ανακούφισης, που όπως όλοι έχουμε συμφωνήσει, πρέπει να υιοθετηθούν, προκειμένου να δοθεί μία μικρή ανάσα στην δοκιμαζόμενη αγορά.

Παράλληλα, ζητάμε από όλα τα συναρμόδια Υπουργεία την πραγματοποίηση ευρύτατου κοινωνικού διαλόγου, ώστε να υιοθετηθεί μία πάγια, διαρκής και ρεαλιστική ρύθμιση για την εξόφληση των ληξιπρόθεσμων οφειλών των υπερχρεωμένων επιχειρήσεων, η οποία θα λαμβάνει υπόψη τόσο τα περιθώρια της ρευστότητάς τους, όσο και την γενικότερη οικονομική κατάσταση της αγοράς. Βεβαίως, δεν μας διαφεύγει το γεγονός ότι για κάθε μέτρο ρύθμισης και ανακούφισης προς τους οφειλέτες, θα πρέπει αντίστοιχα να υπάρχει και ένα μέτρο επιβράβευσης του συνεπούς επιχειρηματία, ο οποίος, μέσα στην κρίση, εξακολουθεί να ανταποκρίνεται τακτικά στις υποχρεώσεις του. Πάντως, μέσα σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες, προτάσσουμε την «οικονομική αλληλεγγύη» και θεωρούμε ότι τα δύο βήματα, τόσο η υιοθέτηση της συνημμένης τροπολογίας μας όσο και η καθιέρωση μίας ρεαλιστικής ρύθμισης, είναι απαραίτητα, προκειμένου να δοθεί μία διέξοδος στην αγορά και να σταματήσει η διόγκωση της ανεργίας και η συνεχώς αυξανόμενη τάση των λουκέτων που κυριαρχεί σήμερα.

Η γραφειοκρατία έχει μειωθεί;

Όχι, δεν έχει μειωθεί και όσο διατηρούμε ένα άδικο, ανέντιμο και ρευστό φορολογικό σύστημα τόσο θα διατηρείται η γραφειοκρατία και θα αυξάνεται η παραβατικότητα. Η γραφειοκρατία δεν αντιμετωπίζεται στα λόγια ούτε με ανακοινώσεις, αλλά με την πραγματική κατάργηση της από την καθημερινότητα μας, αρκεί βεβαίως να υπάρχει η πολιτική βούληση.

Οι δαιδαλώδεις γραφειοκρατικές διαδικασίες είναι ένας από τους βασικούς παράγοντες για τη χαμηλή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας – κάτι που δεν αναφέρεται από όλους αυτούς που τη χρεώνουν στο μισθολογικό κόστος. Ένας νέος επιχειρηματίας έχει να αντιμετωπίσει μια χρονοβόρα και περίπλοκη διαδικασία, που παράγει αντικίνητρα και καταλήγει εχθρική προς την επιχειρηματική δραστηριότητα. Σε αυτά ας προσθέσουμε και την πολυνομία, η οποία καθιστά κάθε μακροπρόθεσμο σχεδιασμό απλά ανέφικτο. Τι πρέπει να κάνουμε; Πρώτα απ’ όλα πρέπει να υπερβούμε τις παλαιές νοοτροπίες. Το κράτος να πάψει να είναι ένας υπερτροφικός και δυσκίνητος μηχανισμός και να καταστεί πιο φιλικό για τον πολίτη. Η Ελαχιστοποίηση των διαδικασιών και οι Υπηρεσίες one-stop θα προσφέρουν άμεση εξυπηρέτηση. Κωδικοποίηση της νομοθεσίας – για να ξέρουμε τι αντιμετωπίζουμε. Από όλα αυτά δυστυχώς το προηγούμενο διάστημα έγιναν λίγα πράγματα. Και αντί οι αρμόδιοι να ξεκινήσουν από την άρση αυτών των δομικών προβλημάτων – που θα εξοικονομούσαν πόρους – ξεκίνησαν με ένα μπαράζ νέων νόμων, με ένα σωρό νομοσχέδια του ποδαριού, με αναδρομικές διατάξεις που ενίσχυσαν αντί να περιορίσουν τη διαφθορά της γραφειοκρατίας και τα γρηγορόσημα. Θέλουμε η νέα κυβέρνηση να μην κάνει το ίδιο λάθος.