Quantcast

Εντείνεται στις ΗΠΑ η συζήτηση περί αυστηρότερου ελέγχου των όπλων

Μεγάλες επιχειρήσεις προσπαθούν να αποστασιοποιηθούν από το μακελειό στο Κονέκτικατ.
Πολλοί Αμερικανοί ιδιοκτήτες όπλων φοβούνται μια πιθανή απαγόρευση μετά την τελευταία πολύνεκρη επίθεση σε σχολείο των ΗΠΑ, όπου 26 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, τα περισσότερα παιδιά, όταν ένας νεαρός άνοιξε πυρ κατά των μαθητών και μετά αυτοκτόνησε.

Οι ιδιοκτήτες όπλων πιστεύουν ότι αυτό το συμβάν θα χρησιμοποιηθεί ως αφορμή για να απαγορευτεί η οπλοκατοχή σε ιδιώτες, παρά το γεγονός ότι το αμερικανικό Σύνταγμα προστατεύει αυτό το δικαίωμά.

Μετά την επίθεση στο σχολείο, την περασμένη Παρασκευή, πολλοί πολιτικοί έχουν κάνει έκκληση για απαγόρευση των «οικιακών» όπλων, ενώ ο πρόεδρος Ομπάμα έχει ζητήσει να γίνει δημόσιος διάλογος προκειμένου να βρεθεί μια λύση έως τον Ιανουάριο.

Στο μεταξύ, καθώς συνεχίζεται ο σάλος μετά το μακελειό με θύματα 26 ανθρώπους, εκ των οποίων 20 ήταν παιδιά, σε ένα σχολείο του Κονέκτικατ, που επανέφερε στο επίκεντρο την έντονη συζήτηση περί οπλοκατοχής, μεγάλες εταιρίες του λιανικού εμπορίου αποπειράθηκαν να δείξουν πως αποστασιοποιούνται από την παραγωγή και την πώληση όπλων στις ΗΠΑ.

Ενώ οι κηδείες των θυμάτων συνεχίζονται ακόμα, η μεγαλύτερη εταιρεία πολυκαταστημάτων στον κόσμο, η Wal-Mart, καθώς και η αλυσίδα καταστημάτων αθλητικών ειδών Dick's, μια από τις μεγαλύτερες στις Ηνωμένες Πολιτείες, ανέστειλαν κάποιες πωλήσεις όπλων. Παράλληλα η Cerberus, μια μεγάλη επενδυτική εταιρεία, ανακοίνωσε πως πωλεί την Freedom Group, την μεγαλύτερη κατασκευάστρια όπλων και πυρομαχικών στη χώρα, η οποία της ανήκει, για να τιμήσει τα θύματα της σφαγής στο σχολείο Σάντι Χουκ, στη Νιούταουν του Κονέκτικατ.

Σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο, η Wal-Mart κατέβασε από τον ιστότοπό της όλες τις πληροφορίες σχετικά με το ημιαυτόματο επιθετικό τουφέκι Bushmaster AR-15 που χρησιμοποίησε ο Άνταμ Λάνζα, ο δράστης του μακελειού στο Νιούταουν. Πάντως, η Wal-Mart, σύμφωνα με ρεπορτάζ της εφημερίδας New York Times, δεν θα πάψει να πωλεί το όπλο --παρότι δεν είναι διαθέσιμες μεγάλες ποσότητες του συγκεκριμένου τουφεκιού-- και δεν θα μεταβάλει την γενικότερη πολιτική της σε ό,τι αφορά τις πωλήσεις πυροβόλων όπλων.

Ο Λευκός Οίκος και η κυβέρνηση υπό τον πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα βρίσκονται σε διαβουλεύσεις για την εύρεση μίας βιώσιμης συνολικής λύσης κατά της ένοπλης βίας. Ο Ομπάμα είπε σήμερα ότι θεωρεί πως η κυβέρνησή του έχει «την υποχρέωση» να δράσει για το ζήτημα μετά η σφαγή. Τόνισε πως ελπίζει αυτό να συμβεί "μέσα σε ένα μήνα" και πως επίσης ελπίζει οι Αμερικανοί να μην "ξεχάσουν τι συνέβη" στο Νιούταουν.

Ο υπουργός Δικαιοσύνης Έρικ Χόλντερ προανήγγειλε σήμερα και αυτός την «ανάληψη δράσης» από μέρους της κυβέρνησης, πιθανώς με νομοθετικές πρωτοβουλίες, ενώ σημείωσε ότι εξετάζονται διάφορες «εναλλακτικές προτάσεις», όπως η ενίσχυση των υπηρεσιών ελέγχου, χωρίς πάντως να αναφερθεί ρητά σε μια ενδεχόμενη απαγόρευση της πώλησης επιθετικών τουφεκιών.

Σε ανακοίνωσή της χθες η αμερικανική προεδρία είχε σημειώσει πως «είναι σαφές ότι ως έθνος, δεν έχουμε κάνει αρκετά για να αντιμετωπίσουμε την μάστιγα της βίας με τη χρήση όπλων».

Ο Λευκός Οίκος εάν επιμείνει θεωρείται βέβαιο πως θα έρθει σε απευθείας σύγκρουση με την Εθνική Ένωση Όπλων (NRA), το πανίσχυρο λόμπι των υποστηρικτών της οπλοκατοχής. Η οργάνωση επέλεξε να μείνει σιωπηλή μετά τη σφαγή. Μόλις χθες, εξέφρασε τη «λύπη» της για τους φόνους, με μια σύντομη ανακοίνωσή της. Σε αυτήν, επισήμανε ότι μέλη της είναι «4 εκατομμύρια μαμάδες και μπαμπάδες, γιοι και κόρες», που έχουν «σοκαριστεί» και έχει «ραγίσει η καρδιά τους» για τους «φρικτούς και παράλογους φόνους στο Νιούταουν».

Η NRA ανακοίνωσε ότι θα παραχωρήσει συνέντευξη Τύπου μεθαύριο (Παρασκευή) στην Ουάσινγκτον.

Μέσω του Διαδικτύου όμως, η οργάνωση πέρασε ήδη στην αντεπίθεση, κατηγορώντας τους Δημοκρατικούς ότι επιχειρούν να αποκομίσουν πολιτικά οφέλη από την τραγωδία κι επαναλαμβάνοντας την πάγια θέση της ότι η δεύτερη τροπολογία του στο αμερικανικό Σύνταγμα επιτρέπει την οπλοκατοχή.

Η ισχύς της NRA στο Κογκρέσο θεωρείται σημαντική, πράγμα που σημαίνει ότι θα πρέπει να υπάρξει η συναίνεση κάποιων εκ των μελών του που επηρεάζει για να εγκριθεί κάποιο σχέδιο νόμου για το ζήτημα--αρκετά σχετικά σχέδια νόμου δεν προχώρησαν τα τελευταία χρόνια.