Quantcast

Νόστιμον ήμαρ στα 99 τους χρόνια!

Ένας Έλληνας και μια Τουρκάλα, θύματα της ανταλλαγής των πληθυσμών του '22, μοιράστηκαν αναμνήσεις κι επιθυμίες. Το όνειρο τους ήταν να δουν μαζί το χωριό που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν.
ΤΟΥ ΤΑΣΟΥ Κ. ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΙΔΗ

Στις 19 Μαΐου τιμήσαμε τη μνήμη των θυμάτων της Γενοκτονίας των Ποντίων και ζωντάνεψαν μνήμες του ξεριζωμού.

Σας παρουσιάζουμε τώρα δυο 99χρονους, θύματα της ανταλλαγής των πληθυσμών μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης, όταν οι Έλληνες της Τουρκίας μετακόμισαν στην Ελλάδα και οι Τούρκοι της Ελλάδας στην Τουρκία... Είναι η Ρεφίκα Καμάν από την Καισάρεια της Τουρκίας, και ο Σταύρος Κοντογιαννίδης από τον Πολύμυλο Κοζάνης, στο κατώφλι των 100 χρόνων, από τους ελάχιστους επιζώντες μάρτυρες της ανταλλαγής των πληθυσμών το 1922, που έχουν απομείνει και από τις δύο πλευρές.

Ο Σταύρος έφυγε σε ηλικία 10 ετών από την Αργυρούπολη του Πόντου για την Ελλάδα. Στην ίδια ηλικία έφυγε και η Ρεφίκα από τους Κομνηνάδες Καστοριάς για την Τουρκία. Στα δυσμάς του βίου τους έχουν μία και μόνο επιθυμία: Να ξαναδούν τον τόπο που γεννήθηκαν και είδαν το φως του ήλιου! Λίγο δύσκολο…

Ο Σταύρος Κοντογιαννίδης με την ευτυχία που του παρέχουν τα πέντε παιδιά, τα δέκα εγγόνια, τα δέκα δισέγγονα και τα δύο τρισέγγονα, διαμένει πότε στον Πολύμυλο Κοζάνης, στην κόρη του Άννα και πότε στον Εύοσμο Θεσσαλονίκης στην Αριάδνη. Θυμάται, με νωπές ακόμα τις πληγές που χάραξαν οι Τούρκοι στη παιδική του ψυχή:



«Ορφάνεψα μικρός. Τον πατέρα μου Θεόδωρο τον σκότωσαν οι Τσέτες και από μικρός, άκουγα μόνο μοιρολόγια γυναικών που θρηνούσαν τους άντρες τους που σκότωσαν οι Τούρκοι… Μια μέρα, μας ειδοποίησαν πώς έπρεπε να φύγουμε γιατί θα έρχονταν οι Τσέτες… Πανικός, φωνές, κλάματα! Βγήκαμε στους δρόμους… Προλάβαμε να πάρουμε μαζί μας μόνο τις εικόνες και την… ψυχή μας. Κλείσαμε το αρχοντικό σπίτι μας στη Ζίμονα, πήραμε τα κλειδιά με την ελπίδα ότι θα ξαναγυρίζαμε…

Αφήσαμε πίσω ζώα, χωράφια σπαρμένα και τα κόκαλα των προγόνων μας και πήραμε το δρόμο της φυγής. Μάνες χάσανε τα παιδιά τους, αδέλφια χωρίστηκαν, θρήνοι, ουρλιαχτά στους δρόμους, απέραντο πλήθος ξεριζωμένων απ’ όλα τα χωριά… Φωνές και κλάματα, διαταγές και πυροβολισμοί, με μοναδικό θεατή τον Θεό που δεν μπορούσε να βοηθήσει τα δημιουργήματα του… Μέσα στο πανδαιμόνιο έχασα τρία αδέλφια μου κι έμεινα με τον μικρό αδελφό μου Αχιλλέα, στην αγκαλιά της μάνας μου… Περπατούσαμε μέρες, εβδομάδες… Γέροι και γριές, ανήμποροι έπεφταν νεκροί κι έμεναν εκεί άταφοι…

«Φτάσαμε στην Τραπεζούντα, επιβιβαστήκαμε στο πλοίο «Κιτσεμάλ», στοιβαγμένοι σαν σαρδέλες… ΄Οσοι πέθαιναν οι παπάδες μας τους έψελναν και οι άνδρες τους πετούσαν στη θάλασσα… Κρατούσα σφιχτά, εβδομάδες το χέρι της μάνας μου, μη χαθούμε, έως ότου πατήσουμε το χώμα της Ελλάδος. Πεινασμένοι, άρρωστοι, ταλαιπωρημένοι, μας πήγαν στην Πρέβεζα, μετά Θεσσαλονίκη, Αριδαία και με ποδαρόδρομο στον Πολύμυλο Κοζάνης, μόνο τρεις από την επταμελή οικογένειά μας!..»



Η Ρεφίκα έχει 8 παιδιά και 24 εγγόνια και κατοικεί στο χωριό Οσβατάν της Καισαρείας με τις κόρες της, Νερμίν και Νεβίν.

«Ημουν 10 χρονών, όταν ήρθαν Έλληνες στρατιώτες στο χωριό και μας είπαν ότι φεύγουμε στην Τουρκία» δήλωσε πρόσφατα η Ρεφίκα Καμάν στην τουρκική εφημερίδα «Χουριέτ» και αναδημοσίευσε η «Mili-Gkazete».

«Φορτώσαμε σε άλογα, ότι μπορούσε να φορτωθεί, από το βιό μας και μετά από πορεία μερικών ημερών φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη. Πήγαμε στο λιμάνι και επιβιβαστήκαμε σε ένα βαπόρι. Κάποιοι ηλικιωμένοι πέθαναν στο βαπόρι κι ένας από αυτούς ήταν ο παππούς μου. Σκεπάσαμε το λείψανο του με κουβέρτα και το κρύψαμε για μερικές μέρες. Κάποια στιγμή όμως το ανακάλυψαν και αναγκαστήκαμε να το πετάξουμε στη θάλασσα… Τελικά το βαπόρι έριξε άγκυρα στο λιμάνι της Μερσίνας, από κει μας πήγανε απευθείας στην Καισάρεια και εγκατασταθήκαμε στο Τσουκούρ, ένα παλιό ελληνικό χωριό, που πήρε μετά την ονομασία Οσβατάν που σημαίνει «πραγματική πατρίδα»…

Δυο παράλληλες ιστορίες δυο υπερηλίκων, από τις οποίες βγαίνουν πολλά κι ενδιαφέροντα συμπεράσματα…



Επι του πιεστηρίου!

Λίγο μετά την ανάρτηση του θέματος, μας ήρθε η τραγική είδηση. Ο Μπάρμπα- Σταύρος δεν πρόκειται να ταξιδέψει στο μακρινό Πόντο για να δει, όπως ήταν η τελευταία του επιθυμία, το χωριό του! Προτίμησε ένα άλλο ταξίδι, το τελευταίο της ζωής όλων μας. Πέθανε το πρωί στον Εύοσμο Θεσσαλονίκης αφού συμπλήρωσε δέκα μέρες πριν, τα 100 χρόνια ζωής. Καλό ταξίδι Μπάρμπα- Σταύρο!