Quantcast

Το υπόμνημα των υπαλλήλων της Βουλής

Κάνουν λόγο για «ακατανόητη η στάση της Κυβέρνησης», αλλά και ότι έχουν δεχθεί «τις μεγαλύτερες μεσοσταθμικά μειώσεις από οποιοδήποτε εργαζόμενο του δημοσίου τομέα».

Στο υπόμνημα που έστειλαν οι υπάλληλοι της Βουλής στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, στον Πρόεδρο της Κυβέρνησης, στον Πρόεδρο της Βουλής, στα μέλη της Διάσκεψης των Προέδρων, στα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου και στους Αρχηγούς των Κομμάτων αναφέρουν μεταξύ άλλων ότι «είναι ακατανόητη η στάση της Κυβέρνησης» αλλά και ότι έχουν δεχθεί «τις μεγαλύτερες μεσοσταθμικά μειώσεις από οποιοδήποτε εργαζόμενο του δημοσίου τομέα».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ ΤΟ ΥΠΟΜΝΗΜΑ :


Με την Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου στις 19.11.2012 επιβλήθηκαν δυσβάστακτοι όροι στο συνταξιοδοτικό καθεστώς των υπαλλήλων της Βουλής και κατέστησαν αυτούς με συγκριτικό μειονέκτημα έναντι των πολιτικών υπαλλήλων του δημοσίου τομέα. Στόχος του μέχρι πρότινος συνταξιοδοτικού μας καθεστώτος ήταν ο εξορθολογισμός (ή σχετική εναρμόνιση) των αποδοχών των εν ενεργεία υπαλλήλων της Βουλής με το συντάξιμο μισθό αυτών, σύμφωνα και με την αρχή της αναλογικότητας.
Η ιδιαιτερότητα των υπαλλήλων της Βουλής, ως των μόνων υπαλλήλων της νομοθετικής εξουσίας, σε συνδυασμό με την λειτουργία των υπηρεσιών αυτής, η οποία ξεπερνά τη 12ωρη βάση, νυχτερινές ώρες, Κυριακές, αργίες και εξαιρέσιμες ημέρες, αναδεικνύει την ανάγκη να ορίζεται το πλαίσιο των εργασιών της, μέσω του Κανονισμού της σύμφωνα με τη Συνταγματική αυτονομία που της προσδίδεται. Αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος που ο συνταγματικός νομοθέτης ρητά ορίζει ότι «οι υπάλληλοι της Βουλής διέπονται εξ ολοκλήρου από τον Κανονισμό της» δηλ. από την εισήγηση του Προέδρου της Βουλής και της Επιτροπής Κανονισμού οι οποίοι είναι καθημερινά μάρτυρες της πραγματικότητας των απαιτήσεων και των συνθηκών λειτουργίας του Κοινοβουλίου.
Προς επίρρωση των ανωτέρω, μελέτη που είχε εκπονηθεί παλαιότερα στη Δ/νση Ανθρώπινου Δυναμικού, με χρήση κάρτας εισόδου-εξόδου σε όλες τις υπηρεσίες της Βουλής, ο αριθμός των καταμετρημένων εργατοωρών ξεπερνά κατά πολύ το θεσμοθετημένο οκτάωρο των Δημοσίων Υπηρεσιών, με αποτέλεσμα ένας υπάλληλος Βουλής με 35 έτη υπηρεσίας να έχει 3.673 ημέρες περισσότερες, ήτοι 14 εργατοέτη περισσότερα από έναν υπάλληλο του υπολοίπου Δημοσίου τομέα. Αυτός ήταν και ο λόγος της θέσπισης συγκεκριμένων και μειωμένων ετών υπηρεσίας για εξόδο προς συνταξιοδότηση. Τό όριο αυτό ισχύει πλέον για όσους έχουν θεμελιώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα στις 31.12.2010 (καταργήθηκε γι’ αυτούς που δεν έχουν θεμελιώσει δικαίωμα συνταξιοδότησης από 1.1.2011 ενώ δεν ισχύει ούτε για τους ανωτέρω μετά την 1.1.2016 σύμφωνα με τον Κανονισμό της Βουλής, τον Ν. 3865/2010 και τον Ν. 4024/2011).
Διαπιστώνοντας, λοιπόν, ότι πέραν του γεγονότος ότι οι υπάλληλοι της Βουλής έχουν υποστεί τις μεγαλύτερες μεσοσταθμικά μειώσεις από οποιοδήποτε εργαζόμενο του δημοσίου τομέα, για πρώτη φορά αντιμετωπίζονται και ως υπάλληλοι Β’ κατηγορίας, αφού η μεταβατική πρόβλεψη για την κατοχύρωση των συνταξιοδοτικών ρυθμίσεων για όσους θεμελίωσαν δικαίωμα πριν την 1/1/2011 δεν ισχύει σύμφωνα με την Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου, γι’αυτούς και μόνο. Παράλληλα δέχονται μία ανηλεή επίθεση από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, ακόμα και από τα κοινοβουλευτικά κόμματα που έχουν ιδία γνώση για τον φόρτο και την ποιότητα της εργασίας τους.
Εκτός των άλλων, οι υπάλληλοι της Βουλής λόγω του ειδικού ωραρίου τους, καθώς και τις περισσότερες φορές ολοήμερης παραμονής τους, για να καλύψουν τον μεγάλο όγκο του κοινοβουλευτικού έργου, απολαύουν υπερωρίες και έξοδα κίνησης που στην πραγματικότητα τις περισσότερες φορές ξεπερνούν το πλαφόν τους το οποίο έχει καθοριστεί με Απόφαση του Προέδρου της Βουλής.
Επειδή οι «προνομιούχοι» υπάλληλοι της Βουλής έχουν δεχθεί τη σφοδρότερη επίθεση σε σύγκριση με κάθε άλλο μισθοδοτούμενο του δημοσίου, σας παραθέτουμε τα στοιχεία της πραγματικής οικονομικής τους θέσης.
Συγκεκριμένα: Χωρίς να έχουν ληφθεί υπόψη οι μειώσεις από τον Ν. 4093/2012, υπάλληλος Βουλής της ΠΕ κατηγορίας με 23 χρόνια υπηρεσίας, Β’ βαθμού, έχει υποστεί συνολική μείωση του εισοδήματός του από το 2010 μέχρι σήμερα 42,5%, ενώ υπάλληλος της ΔΕ κατηγορίας, επεξεργασίας κειμένου, με 25 χρόνια υπηρεσίας, Γ’ βαθμού, έχει υποστεί συνολική μείωση του εισοδήματός του από το 2010 μέχρι σήμερα 55,7%. Οι μειώσεις αυτές συνοδεύονται από επιπλέον μείωση έμμεσων φόρων και εκτάκτων εισφορών.
Το γεγονός ότι ήδη οι υπάλληλοι της Βουλής ανεξαρτήτως κατηγορίας υφίστανται μεσοσταθμικά μειώσεις του εισοδήματός τους κατά 49,1%, καθιστά κάθε περαιτέρω μείωση, ουσιαστικά πλήρη ισοπέδωση των υπαλλήλων της Βουλής καταργώντας την αρχή της αναλογικότητας και εν τέλει έρχεται σε αντίθεση με διατάξεις του Συντάγματος και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του ανθρώπου.
Οι μειώσεις αυτές ήδη έχουν προκαλέσει σοβαρό πλήγμα στο βιοτικό επίπεδο και στον οικογενειακό προγραμματισμό των εργαζομένων της Βουλής. Πολλοί συνάδελφοι κινδυνεύουν να μην μπορούν να αποπληρώσουν δάνεια, ανειλημμένες υποχρεώσεις και να ικανοποιήσουν ακόμα και βασικές ανάγκες, όπως οι σπουδές των παιδιών τους στην επαρχία κ.λπ.. Παράλληλα, οι υπάλληλοι της Βουλής ζουν και αυτοί την ζοφερή πραγματικότητα της ελληνικής κοινωνίας, με μειώσεις του οικογενειακού τους εισοδήματος λόγω της ανεργίας ή της έλλειψης δουλειάς ελεύθερων επαγγελματιών μελών της οικογένειάς τους
Με την νέα Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου, που πρόκειται να κατατεθεί και η οποία προβλέπει ετήσια σταδιακή μείωση και εν τέλει κατάργηση μέχρι την 1/1/2016, της προσαύξησης του βασικού μισθού του άρθρου 84 του Κανονισμού της Βουλής (Μέρος Β’, ΦΕΚ 146/Α/1980), οι υπάλληλοι της Βουλής θα υποστούν συνολική μεσοσταθμική μείωση κατά 63%.
Τέλος, είναι ακατανόητη η στάση της Κυβέρνησης να ευεργετεί, σωστά σε κάποιες περιπτώσεις, άλλα ειδικά μισθολόγια με διατήρηση αφορολόγητων εισοδημάτων, εξαίρεση από μειώσεις λόγω προσωπικής διαφοράς, δημιουργία απόρρητων ειδικών μισθολογίων, εξαίρεση από κατάργηση ειδικών επιδομάτων ενώ για τους υπαλλήλους της Βουλής να μην υπάρχει ανάλογη αντιμετώπιση, παρόλο το ειδικό καθεστώς εργασίας τους, και την ταυτόχρονη στοχοποίησή τους τόσο από τα μέσα ενημέρωσης όσο και από την ίδια την Κυβέρνηση.
Θεωρούμε ότι η έκδοση διαδοχικών Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου, αποκλειστικά και μόνο για 1200 εργαζόμενους στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, μπορεί μεν να λειτουργεί επικοινωνιακά άριστα, να ενεργοποιεί τον κοινωνικό αυτοματισμό και να αποπροσανατολίζει το σύνολο του ελληνικού λαού από τα σοβαρά προβλήματα που του δημιουργούν τα οικονομικά μέτρα και το υπό κατάθεση φορολογικό νομοσχέδιο, αλλά παραβιάζει κατάφορα τις συνταγματικές επιταγές.