Quantcast

Γ. Κωνσταντίνου - Γ. Στάνκογλου: Μια ροκ συζήτηση με αφορμή τον «Ηλίθιο»

«Άκουγα έναν Στάνκογλου, αλλά δεν τον ήξερα...
«Τώρα που τον γνώρισα κατάλαβα. Κουβαλάει μαζί του όλη την σημερινή εποχή, την ροκ εποχή». Ο Γιώργος Κωνσταντίνου μιλάει για τον Γιάννη Στάνκογλου, με τον οποίον συναντήθηκε για πρώτη φορά στη σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά, στην παράσταση «Ο ηλίθιος», που φέρει τη σκηνοθετική υπογραφή του Νίκου Διαμαντή. Η συνέντευξη με τους δύο σημαντικούς ηθοποιούς του ελληνικού θεάτρου αρχίζει... παράδοξα: Χωρίς προκαθορισμένες ερωτήσεις, χωρίς την τυπική ιεράρχηση με βάση την παλαιότητα. Ο Γιώργος Κωνσταντίνου είναι ο παλιός, που αποδεικνύει πως είναι... αλλιώς. Ο Στάνκογλου, λοιπόν, είναι ροκ, όπως λέει ο Γ. Κωνσταντίνου, κι όταν ρωτώ αν αυτό βγαίνει στην παράσταση και στον ρόλο του Ραγκόζιν, απαντά ο Στάνκογλου: «ναι, έχει στοιχεία, είναι ακραίος...».

«Άκουγα έναν Στάνκογλου, αλλά δεν τον ήξερα. Δεν προλαβαίνω να πάω στο θέατρο γιατί παίζω συνέχεια σε παραστάσεις. Λοιπόν άκουγα για τον Στάνκογλου και επιτέλους τον γνώρισα. Τώρα κατάλαβα γιατί όλες μιλούν γι αυτόν. Την σημερινή εποχή την κουβαλάει όλη μαζί του», συνεχίζει ο Γιώργος Κωνσταντίνου και παρεμβαίνει ο Γιάννης Στάνκογλου για να παρατηρήσει «σας ακούω και κοκκινίζω».

Ο «ροκ» Γιάννης Στάνκογλου δείχνοντας τον δέοντα σεβασμό, αναφέρεται στον «κύριο Κωνσταντίνου». «Κι εγώ δεν τον είχα γνωρίσει. Τον έβλεπα από μικρό παιδί, αλλά δεν τον ήξερα. Γνωριστήκαμε σ' αυτή τη δουλειά και έχω πάθει πλάκα. Είναι ένας άνθρωπος με τον οποίον μπορείς να πεις οτιδήποτε. Αυτό είναι εξαιρετικό για τέτοιους ανθρώπους».

«Είμαστε δύο εντελώς διαφορετικές γενιές», παρατηρεί ο Γιώργος Κωνσταντίνου, «απόσταση 50 χρόνια. Αλλά δεν διαφέρουμε και πολύ. Βλέπω τώρα τον Στάνκογλου και κατά κάποιο τρόπο βλέπω τον εαυτό μου. Κάπως έτσι ήμουν κι εγώ. Σε άλλη εποχή, αλλά κάπως έτσι. Ο Γιάννης έχει την ορμή, το πάθος της δουλειάς. Ξεχωρίζει τη δουλειά από τη ζωή του εντελώς. Έχει το ίδιο πάθος που είχα εγώ για τη δουλειά και το ίδιο πάθος στην προσωπική ζωή του. Σαν γενιές διαφέρουμε, αλλά σαν άνθρωποι είμαστε ίδιοι».

Ο Γιάννης Στάνκογλου παίρνει τη σκυτάλη για να μιλήσει για το πάθος. «Χρειάζεται όχι μονάχα στη δουλειά του ηθοποιού, είναι κινητήριος δύναμη. Ξεχωρίζω τους ανθρώπους από αυτό, εκτιμώ όσους παθιάζονται. Αυτό διαπίστωσα κι εγώ για τον κύριο Κωνσταντίνου».

«Τέτοιοι άνθρωποι κρύβουνε την εμπειρία και σου μιλάνε σαν να είσαι ίσος. Αυτό για μένα είναι μεγάλη τιμή και χαρά και αισθάνομαι ότι έχω κάνει ένα φίλο. Του λέω πράγματα δικά μου. Τον εμπιστεύομαι», συνεχίζει ο Στάνκογλου και παρεμβαίνει γελώντας ο Γιώργος Κωνσταντίνου: «Σαν να ακούω τον εαυτό μου».

Έχετε πάθος για το σανίδι ή για το πλατό, ρωτώ τους δύο πρωταγωνιστές. Τι σας κινητοποιεί περισσότερο...

«Εγώ δεν είχα πάθος με το πλατό, αλλά με την τηλεόραση. Από μικρό παιδί σκεφτόμουν τι ωραίο θα ήταν να έχουμε κάποια στιγμή κινηματογράφο μέσα στο σπίτι. Μάζευα κομμάτια φιλμ από ταινίες που τα πετούσαν, έβαζα ένα φακό για να τα προβάλω στον τοίχο. Έκανα τέτοιες βλακείες... Μετά απέκτησα μια οχτάρα μηχανή και έπαιζα ταινίες σπίτι μου. Που να φανταζόμουν ότι όταν βγει αυτό το πράγμα, η τηλεόραση, θα πρωταγωνιστούσα, θα σκηνοθετούσα... Το θέατρο είναι η σύζυγός μου, αλλά η ερωμένη είναι η τηλεόραση. Ο κινηματογράφος όχι τόσο, έκανα πολύ λίγες ταινίες. Ήμουν ηθοποιός που άλλαζε σε κάθε ταινία και αυτό δεν ήταν καλό, γιατί την εποχή εκείνη ο κόσμος ήθελε μια μανιέρα. Εγώ δεν μπορούσα να κάνω αυτό το πράγμα. Την μία ήμουν ο φουκαράς υπαλληλάκος και την άλλη ο Αντωνάκης, αυτός ο σκληροπυρηνικός άνθρωπος, με αποτέλεσμα σιγά-σιγά να με βγάλει έξω ο κινηματογράφος».

«Η δική μου ερωμένη είναι το σινεμά», λέει από την πλευρά του ο Γιάννης Στάνκογλου, «αλλάζουνε κι όλας οι εποχές. Αλλά συμφωνώ απόλυτα με αυτό που λέει ο κύριος Κωνσταντίνου για τις αλλαγές από ρόλο σε ρόλο. Το παλεύω κι εγώ, θέλω να επιλέγω τους χαρακτήρες και τις δουλειές που κάνω. Αλλά μου αρέσει και η τηλεόραση πάρα πολύ, όμως αυτή τη στιγμή έτσι όπως είναι εμένα δεν με καλύπτει».

Στα χρόνια της κρίσης, παρατηρώ ότι τα θέατρα εξακολουθούν να δουλεύουν.

«Ναι, δουλεύουν αυτά που κάνουν καλές παραστάσεις», επισημαίνει ο Γιώργος Κωνσταντίνου, «στα εκατό δουλεύουν τα δέκα».

«Όμως χρειάζονται κι αυτά γιατί δημιουργούν ένα κέλυφος και οι νέες ομάδες που ψάχνονται έχουν πολύ ενδιαφέρον», προσθέτει ο Γιάννης Στάνκογλου, «έχω δει θέατρο και στο εξωτερικό και νομίζω ότι εδώ έχουμε έναν πυρήνα πολύ δυνατό».

Τον διακόπτω για να πω πως υπάρχει κι ένας πυρήνας ισχυρός από την πλευρά του κοινού, που εξακολουθεί να πηγαίνει στο θέατρο.

«Ναι, αλλά έχουν μειωθεί και οι τιμές των εισιτηρίων», μου λέει ο Γιάννης Στάνκογλου.

«Κοίταξε, θέατρο υπήρχε πάντα και στην Κατοχή και προηγουμένως και μάλιστα σπουδαίο θέατρο. Στην Κατοχή ο κόσμος δεν είχε να φάει αλλά πήγαινε στο θέατρο», υπενθυμίζει ο Γιώργος Κωνσταντίνου, «ο κόσμος παρακαλούσε να μπει στο θέατρο κρατώντας δύο αυγά. Έγιναν μεγάλες παραστάσεις, θριάμβευσαν η Κοτοπούλη, ο Βεάκης. Άρα αυτό αποδεικνύει ότι το θέατρο το αγαπάει ο κόσμος, αλλά δεν θέλει να τον ξεγελάς με προχειρότητες. Βέβαια υπάρχει κι ένα κοινό που έχει διαμορφωθεί τελευταία και βλέπει ακόμα και τις μπούρδες, όπως γίνεται με την τηλεόραση, όπου κάθεται και βλέπει πράγματα που είναι απαράδεκτα».

Η συζήτηση κυλάει και οι δύο πρωταγωνιστές αναφέρονται στη δουλειά τους: «Υπέροχη δουλειά όταν την κάνεις με την ψυχή σου, με ανθρώπους που αγαπάς και με τους οποίους μπορείς να επικοινωνήσεις», λέει ο Γιάννης Στάνκογλου. «Είναι και πικρή», προσθέτει ο Γιώργος Κωνσταντίνου, «έχω ζήσει μια πικρή εμπειρία - όταν πέθαινε η μάνα μου εγώ ήμουν στη σκηνή. Ήταν στο νοσοκομείο και μου λένε "πεθαίνει"... Εγώ λέω "βγαίνω". Το πόσο μου κόστισε δεν λέγεται. Ο ηθοποιός είναι ταμένος κατά κάποιο τρόπο. Ξέρεις πόσα προβλήματα μπορεί να έχεις και να είσαι υποχρεωμένος να βρίσκεσαι πάνω στη σκηνή; Το θέατρο είναι μια αγάπη». «Είναι και θυσία, είναι ωραία λέξη η θυσία», προσθέτει ο Γιάννης Στάνκογλου.

Οι λέξεις «αγάπη και θυσία» μας φέρνουν κοντά στην παράσταση στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, με τον «Ηλίθιο» του Ντοστογιέφσκι, σε θεατρική διασκευή από τους αδελφούς Κούφαλη. Ζούμε σε εποχές κυνικές, υπάρχει ακροατήριο για τέτοια μηνύματα, ρωτώ.

«Υπάρχει ένας κύκλος θεατών που είναι καθαρά θεατρόφιλοι. Αυτοί μπορούν να συντηρήσουν ένα τέτοιο έργο, όπως είναι ο Ηλίθιος. Καμιά φορά λένε ότι... η κουλτούρα δεν πιάνει και πολύ. Όχι, δεν είναι έτσι. Υπάρχει κριτήριο και άνθρωποι που γεμίζουν θέατρα με δύσκολα έργα», λέει ο Γιώργος Κωνσταντίνου.

«Εγώ δεν θεωρώ καθόλου... κουλτουριάρη τον Ντοστογιέφσκι. Ό,τι δικό του έχω διαβάσει είναι πραγματική αλήθεια. Όποιος δεν έχει διαβάσει Ντοστογιέφσκι κάτι χάνει. Το θέμα είναι πως το παρουσιάζεις. Κανένα κείμενο δεν είναι δύσκολο. Ο Ντοστογιέφσκι είναι ανοιχτός», προσθέτει ο Γιάννης Στάνκογλου, «οι χαρακτήρες του Ντοστογιέφσκι είναι ολοκληρωμένοι κι αυτό είναι ευκολία, αλλά και δυσκολία για έναν ηθοποιό».

Ρωτάω τους δύο ηθοποιούς τι έχουν εισπράξει από τους ρόλους τους στην παράσταση. Ο Γιώργος Κωνσταντίνου υποδύεται τον στρατηγό Επάντσιν και ο Γιάννης Στάνκογλου τον Ραγκόζιν.

«Είμαι 50 χρόνια στο θέατρο. Έχει τύχει να παίξω και κακούς. Ο Επάντσιν στην παράσταση αυτή είναι ένας φιλοχρήματος, ανελέητος, σκληρός, χαλασμένος άνθρωπος σε μια χαλασμένη κοινωνία. Αυτός ο χαρακτήρας όμως είναι διαχρονικός. Τέτοιοι άνθρωποι υπάρχουν και σήμερα και θα υπάρχουν πάντα», λέει ο Γιώργος Κωνσταντίνου, προσθέτοντας ότι «ο ρόλος του Γιάννη είναι σύνθετος, αφού δεν ξέρεις αν αυτός ο άνθρωπος είναι τρελός, κακός ή ερωτευμένος».

«Συμφωνώ, ο Μίσκιν, ο Ραγκόζιν και η Ναστάζια είναι τρεις χαρακτήρες που δεν πατάνε σε αυτό που ξέρουμε λίγο-πολύ για τον άνθρωπο», προσθέτει ο Γιάννης Στάνκογλου, «αν ο Μίσκιν είναι η ψυχή του Ντοστογιέφσκι, ο Ραγκόζιν είναι το συκώτι του».

Ο Γιώργος Κωνσταντίνου παρεμβαίνει για να τονίσει ότι η παράσταση στηρίζεται σε έναν εξαιρετικό θίασο, που απαρτίζεται «από ταλαντούχα άτομα». «Εγώ που έχω παίξει πάρα πολλά έργα και έχω συνεργαστεί με πολλούς, εδώ βλέπω ανθρώπους με ταλέντο. Να δεις τον Γιάννη στη σκηνή τι συναίσθημα που βγάζει, κι αυτό είναι ταλέντο. Το ίδιο και ο Πέτρος ο Φιλιππίδης και η Μαρία η Κίτσου και η Λένα Παπαληγούρα, όλος ο θίασος και ο Παπαζήσης και η Φέστα», προσθέτει ο Γιώργος Κωνσταντίνου.

Πώς μπορεί να αισθάνεται ένας ηθοποιός του διαμετρήματος του Κωνσταντίνου ανάμεσα σε νέους ηθοποιούς; Είναι «ιερό τοτέμ»;

«Σαν το κατάρτι», σπεύδει να πει ο Γιάννης Στάνκογλου.

«Είναι η πρώτη φορά που μπαίνω ανάμεσα σε τόσο ταλαντούχα παιδιά. Κάθομαι και τους χαζεύω», λέει ο Γιώργος Κωνσταντίνου, «εγώ ζω το θέατρο, το αγαπώ και καταλαβαίνετε τι μπορεί να εννοώ, ότι ποτέ άλλοτε δεν βρέθηκα ανάμεσα σε τόσο ταλαντούχους. Έχουν δική τους δύναμη, την προσωπικότητά τους, τη δική τους ευαισθησία και λέω... πώς βρέθηκαν όλοι αυτοί γύρω μου. Τους βλέπω και χαίρομαι».

«Εγώ όταν ανεβαίνει πάνω (ο Γιώργος Κωνσταντίνου) χαζεύω πόσο λιτός είναι, ενώ ξέρω ότι έχει ενέργεια για να σε πάρει και να σε σηκώσει... Ένας άνθρωπος που πραγματικά έχει φως, δύναμη», λέει ο Γιάννης Στάνκογλου και γυρνώντας στον Γιώργο Κωνσταντίνου τον ρωτά «πόσων χρόνων είσαι;».

«Το γράφει το Ίντερνετ», απαντά ο Κωνσταντίνου, «...83»...

«Μακάρι να φτάσω στα χρόνια σου», του αντιλέγει ο Στάνκογλου και παρατηρεί ότι «είναι μάθημα να βλέπεις τον κ. Κωνσταντίνου να κινείται. Ένα πέρασμα να κάνει, να βλέπεις το σώμα του, την ενέργεια που έχει, τη λιτότητα! Τον θαυμάζω και νοιώθω τυχερός!».

«Εγώ πάλι δεν αισθάνομαι την ηλικία μου... Την ακούνε, μένουν για δέκα δευτερόλεπτα με το στόμα ανοιχτό. Εγώ αισθάνομαι 50...», λέει ο Γ. Κωνσταντίνου, κι ο Γ. Στάνκογλου τον ρωτάει αν το μυστικό είναι ότι έκανε αυτό που ήθελε στη ζωή του.

«Τα έχω κάνει όλα, αλλά νομίζω ότι το μυστικό είναι που έχω μια ηρεμία ψυχική, με την έννοια ότι έχω φιλοσοφήσει κατά κάποιο τρόπο τη ζωή κι έχω καταλήξει ότι είναι μια... μπούρδα! Το γράφω και στο βιβλίο μου... η ζωή είναι να την παίρνεις στην πλάκα, άμα την πάρεις στα σοβαρά βγάζεις γέλιο... Και μέσα σε όλο αυτό το πράγμα φιλοσόφησα ότι οι κακίες, οι πονηριές, οι ατιμίες, είναι ελεεινά πράγματα. Κι αυτό τι έφερε; Έναν πολύ καλό ύπνο. Μπορούν να συμβαίνουν τραγικά πράγματα κι εγώ το βράδυ να κοιμάμαι. Ίσως το γεγονός ότι δεν έπαιρνα πολύ σοβαρά τα πράγματα με την έννοια της κατάθλιψης με διατηρεί και δεν νοιώθω ούτε πόδια, ούτε χέρια, ούτε αυτά που λένε πονάει η μέση μου. Δεν καταλαβαίνω τίποτα...».

«Ναι, τον βλέπεις έξω και νομίζεις πετάει, δεν τον ακούς να γκρινιάζει ποτέ», προσθέτει ο Γιάννης Στάνκογλου.

«Αύριο είναι μια άλλη μέρα και η άλλη μέρα είναι τελείως διαφορετική...», λέει ο Γιώργος Κωνσταντίνου και κλείνουμε την κουβέντα μας με την παραίνεση που ακούμε: «Ζήσε τη ζωή τώρα, ζήσε όσο μπορείς τώρα... Αύριο δεν ξέρεις».

ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ