Quantcast

Οι γεωπολιτικές εξελίξεις στην ανατολική Μεσόγειο και ο ρόλος της Ελλάδας

γράφει ο Θάνος Π. Ντόκος*

*Γενικός διευθυντής στο Ελληνικό Ιδρυμα Ευρωπαϊκής & Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ)

Η εμβάθυνση και συστηματικοποίηση των τριμερών/τριγωνικών συνεργασιών μεταξύ Ελλάδας - Κύπρου - Ισραήλ και Ελλάδας - Κύπρου - Αιγύπτου αποτελεί μια σημαντική επιτυχία για την ελληνική εξωτερική πολιτική και ενισχύει το ειδικό βάρος του ελληνισμού στην ανατολική Μεσόγειο. Το -μάλλον ασυνήθιστο για την ελληνική πραγματικότητα- γεγονός ότι προωθήθηκε από διαδοχικές κυβερνήσεις με πολύ διαφορετικό ιδεολογικό πρόσημο προκαλεί κάποια αισιοδοξία ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική μπορεί ενδεχομένως να αποτελέσει μελλοντικά πεδίο στοιχειώδους συναίνεσης, τουλάχιστον από τα μεγάλα κόμματα.

Οι τριμερείς συνεργασίες έχουν μια ιστορία 7-8 ετών, αλλά είναι η πρώτη φορά που σε μια συνάντηση κορυφής συμμετέχει υψηλόβαθμος Αμερικανός αξιωματούχος. Σε μια περιοχή υψηλής έντασης και αστάθειας, αλλά και αντίστοιχου αμερικανικού ενδιαφέροντος, με αυξανόμενη παρουσία και ρόλο της Ρωσίας και του Ιράν και θέλοντας να διατηρήσουν ένα μάλλον περιορισμένο στρατιωτικό ίχνος, οι ΗΠΑ αναζητούν συμμάχους. Η πλήρης απουσία μιας περιφερειακής αρχιτεκτονικής ασφαλείας και οι έντονες αναταράξεις στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις αναδεικνύουν ακόμη περισσότερο τη δυνητική χρησιμότητα των υφισταμένων τριμερών συνεργασιών. Ισραήλ και Αίγυπτος, σε συνεργασία με την Ελλάδα και την Κύπρο, αποτελούν ουσιαστικά τη μοναδική επιλογή της Ουάσιγκτον στην προσπάθεια εύρεσης τοπικών παρόχων ασφαλείας. Η δε συμμετοχή του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Πομπέο στη συνάντηση κορυφής της Ιερουσαλήμ είχε ως στόχο να σταλεί ένα ισχυρό μήνυμα όχι μόνο στη Ρωσία και στο Ιράν, αλλά και στην Τουρκία του κ. Ερντογάν.

Οι ενεργειακές ανακαλύψεις αυξάνουν έτι περαιτέρω τη στρατηγική αξία και χρησιμότητα των τριμερών συνεργασιών, τόσο για τους συμμετέχοντες όσο και για τις ΗΠΑ. Η πρόσφατη ανακάλυψη της κοινοπραξίας Exxon Mobil - Qatar Ρetroleum στο οικόπεδο 10 της κυπριακής ΑΟΖ αλλάζει ως έναν βαθμό τα δεδομένα στην ανατολική Μεσόγειο και αυξάνει -χωρίς, ωστόσο, να εκτοξεύει, αφού δεν είναι game changer- την ενεργειακή αξία της περιοχής στα μάτια εταιρειών και κρατών. Θα πρέπει να περιμένουμε τις επιβεβαιωτικές γεωτρήσεις για το ακριβές μέγεθος, καθώς και ενδεχόμενες πρόσθετες ανακαλύψεις που μπορεί να έχουν συνδυαστικό αποτέλεσμα. Η μεγέθυνση του ενεργειακού διακυβεύματος, τόσο από γεωπολιτική όσο και από οικονομική σκοπιά, ενδέχεται να οδηγήσει σε αντίστοιχη αύξηση του τουρκικού ενδιαφέροντος και σε ενέργειες (π.χ. «συμβολική» γεώτρηση σε τμήμα της κυπριακής ΑΟΖ) που θα συμβάλουν στην άνοδο της έντασης στην περιοχή (ανησυχητικός ο συνδυασμός αλαζονείας και ενόχλησης/ανασφάλειας που εκπήγαζε από την άσκηση «Γαλάζια Πατρίδα»).

Στην ανατολική Μεσόγειο η Τουρκία θεωρεί ότι απειλείται με αποδυνάμωση των διεκδικήσεών της, μερική απώλεια του ρόλου της ως κεντρικού ενεργειακού κόμβου και γεωπολιτική περιθωριοποίηση σε μια περιοχή υψηλού ενδιαφέροντος για τα τουρκικά συμφέροντα. Θα χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα που έχει στη διάθεσή της για να αποτρέψει αυτές τις εξελίξεις, να διαταράξει την κανονικότητα στην κυπριακή ΑΟΖ και να δημιουργήσει τετελεσμένα μέσω της πραγματοποίησης των δικών της γεωτρήσεων. Και στο παρασκήνιο θα διαπραγματευτεί ανταλλάγματα με διάφορες εμπλεκόμενες πλευρές.

Ο αγωγός μεταφοράς φυσικού αερίου EastMed αποτελεί σημαντική ευκαιρία μεγέθυνσης του ελληνικού και κυπριακού ίχνους στον ενεργειακό χάρτη και άντλησης γεωπολιτικών και οικονομικών οφελών. Θα πρέπει, ωστόσο, να γίνει κατανοητό ότι οι όποιες μέχρι τώρα υπογραφείσες συμφωνίες έχουν μόνο την αξία μιας διακήρυξης προθέσεων, καθώς το κόστος κατασκευής οποιουδήποτε αγωγού καλύπτεται από τις εμπλεκόμενες εταιρείες και όχι από κράτη. Στην περίπτωση του EastMed, όπου το κόστος θα ανέλθει στα 6 δισ. ευρώ, οι εταιρείες θα προχωρήσουν μόνο εφόσον ανακαλυφθούν τέτοιες ποσότητες φυσικού αερίου που θα τους επιτρέψουν να κάνουν απόσβεση στην επένδυσή τους. Επομένως, επί του παρόντος, απέχουμε αρκετά από το σημείο όπου ο EastMed μπορεί να θεωρηθεί ως ένα ώριμο προς υλοποίηση έργο. Ασφαλώς, όμως, Ελλάδα και Κύπρος θα πρέπει να συνεχίσουν την προσπάθεια, αναδεικνύοντας και τη δυνητική συνεισφορά των κοιτασμάτων της ανατολικής Μεσογείου στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής ενεργειακής ασφάλειας.

Χρήσιμη, τέλος, στο πλαίσιο της διαχείρισης των ελληνικών προσδοκιών και του εθνικού στρατηγικού σχεδιασμού μπορεί να θεωρηθεί η υπενθύμιση ότι οι ΗΠΑ και άλλες μεγάλες δυνάμεις ασκούν εξωτερική πολιτική στη βάση συμφερόντων και η Τουρκία, με όλες τις δυσκολίες της τρέχουσας περιόδου, αποτελεί έναν σημαντικό γεωπολιτικό και γεωοικονομικό εταίρο, τον οποίο δεν επιθυμούν να απολέσουν οριστικά.