Quantcast

Προκλήσεις με το βλέμμα στο εσωτερικό

γράφει ο Κώστας Υφαντης*

*Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και διευθυντής του ΙΔΙΣ, Πάντειο Πανεπιστήμιο

Οι πρόσφατες δηλώσεις του Προέδρου Ερντογάν στη Σμύρνη, αλλά κυρίως αυτές στην κατεχόμενη βόρεια Κύπρο, είναι -για να το θέσω ευγενικά- ενοχλητικές. Αλλά δεν είναι έξω και πέρα από τα ειωθότα. Είναι σημαντικό μέρος μιας παλιάς συζήτησης στην Τουρκία, ιδιαίτερα στους υπερεθνικιστικούς κύκλους. Το ερώτημα είναι γιατί ο Πρόεδρος Ερντογάν θεώρησε σκόπιμο να εκφραστεί με αυτόν τον τρόπο, σε αυτή τη συγκυρία. Εχει, μήπως, στόχο να δυναμιτίσει το ήρεμο κλίμα, το οποίο έχει διαμορφωθεί εδώ και πάνω από έναν χρόνο; Ηταν η Τουρκία και ο Πρόεδρος Ερντογάν που, μετά τους σεισμούς της 6ης Φεβρουαρίου 2023, εγκατέλειψαν την επιθετική και σε πολλές περιπτώσεις πολεμοκάπηλη ρητορική εναντίον της Ελλάδος και επέτρεψαν να ξεκινήσει η διαδικασία της επαναπροσέγγισης που είναι σε εξέλιξη.

Θα πρέπει να αναζητήσουμε τις αιτίες αυτών των δηλώσεων περισσότερο στις εσωτερικές πολιτικές ανάγκες και σκοπιμότητες, παρά να τις θεωρήσουμε ένδειξη κάποιας στροφής ή καλύτερα επιστροφής στις πρόσφατες συμπεριφορές. Ο Πρόεδρος της Τουρκίας αυτή τη στιγμή είναι πλήρως αφοσιωμένος στις αυτοδιοικητικές εκλογές της 31ης Μαρτίου 2024. Η απώλεια της Κωνσταντινούπολης την προηγούμενη φορά ήταν, από πολλές απόψεις, μια μεγάλη ήττα και σε προσωπικό επίπεδο. Ο Πρόεδρος και η απόλυτα ελεγχόμενη ανώτατη εκλογική επιτροπή είχαν εξαντλήσει όλα τα μέσα για να ακυρώσουν την εκλογή Ιμάμογλου. Η Κωνσταντινούπολη είναι το απόλυτο σύμβολο της πολιτικής και κοινωνικής φυσιογνωμίας και κληρονομιάς του Προέδρου Ερντογάν και του ΑΚΡ. Είναι η πόλη του, από εκεί ξεκίνησε και εκεί βρίσκονται όλες οι πολιτικές, κοινωνικές και προσωπικές αναφορές του. Επιπλέον, η ευρύτερη περιοχή είναι ζωτικής σημασίας για την τουρκική οικονομία. Μια νέα ήττα μπορεί να αποδειχθεί καθοριστική για το μέλλον της ηγεμονίας Ερντογάν, ιδιαίτερα αν συνδυαστεί με τη δήλωσή του ότι αυτή είναι η τελευταία εκλογική μάχη στην οποία συμμετέχει.

Μια νέα επικράτηση Ιμάμογλου θα αναδιατάξει το πολιτικό σκηνικό στην Τουρκία. Με όχημα την Κωνσταντινούπολη (αλλά και την Αγκυρα και τη Σμύρνη), η αντιπολίτευση μπορεί να σχεδιάσει τη στρατηγική της απέναντι σε έναν πολιτικά τραυματισμένο Ερντογάν και σε ένα ΑΚΡ που θα αναζητεί τον ηγέτη της επόμενης ημέρας, μέχρι ο Πρόεδρος να «δώσει το δαχτυλίδι».

Για να επανέλθουμε στο αρχικό ζήτημα, είναι μάλλον πιθανότερο οι δηλώσεις του Προέδρου να γίνονται με το βλέμμα στο εσωτερικό. Σε λίγους μήνες, θα υποδεχθεί τον Ελληνα πρωθυπουργό στην Αγκυρα για την πέμπτη συνάντηση κορυφής μέσα σε λιγότερο από ένα, χρόνο. Αυτή η συχνότητα των επαφών δεν έχει προηγούμενο και είναι τελικά αποκαλυπτική μιας στρατηγικής συμφωνίας. Η διαδικασία της επαναπροσέγγισης είναι στα χέρια των δύο ηγετών. Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις και η διαχείριση της όποιας προοπτικής τους γίνονται στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο. Αυτό έχει τα θετικά του, αλλά ενέχει και έναν κίνδυνο που έχει να κάνει με τη «λογική» του Τούρκου Προέδρου, η οποία, όπως σε κάθε αυταρχικό ηγέτη, είναι προσωποπαγής. Αν τα πράγματα δεν πάνε καλά, τότε δεν υπάρχει κάποιο άλλο επίπεδο παρέμβασης και διαπραγμάτευσης.

Προς το παρόν, πάντως, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις παραμένουν σε καλό φεγγάρι. Τα συμφωνηθέντα τηρούνται και οι εντάσεις απουσιάζουν σε όλο το εύρος του ελληνοτουρκικού χώρου, από το Αιγαίο έως την Κύπρο. Και αυτό είναι θετικό σε μια διεθνή και περιφερειακή συγκυρία καθόλου, μα καθόλου, καλή, με πολεμικά μέτωπα σε βορρά και νότο, με την αστάθεια να απειλεί σημαντικούς περιφερειακούς παράγοντες (βλ. Αίγυπτο) και με την αβεβαιότητα για τη μελλοντική αμερικανική στρατηγική να εντείνεται, χωρίς καμία σιγουριά ότι το αποτέλεσμα των εκλογών του Νοεμβρίου θα εξομαλύνει τα πράγματα στο εσωτερικό των ΗΠΑ, όποιος και αν είναι ο νικητής.

Οπως και αν εξελιχθούν τα πράγματα διεθνώς, το ερώτημα και στην Αθήνα και στην Αγκυρα θα παραμείνει πιεστικό. Πέρα από τη διαδικασία, η οποία χωρίς αμφιβολία είναι κρίσιμη, υπάρχει περιθώριο να αντιμετωπιστεί αποφασιστικά η ουσία των διαφωνιών μας περί της οριοθέτησης; Και πάνω από όλα: Υπάρχει περιθώριο για μια νέα προσπάθεια στο Κυπριακό, χωρίς αφετηρία να είναι η νομιμοποίηση των τετελεσμένων 50 χρόνια μετά;