Quantcast

Προσδοκίες, πραγματικότητα και υπευθυνότητα

γράφει ο Παναγιώτης Ε. Πετράκης

*Καθηγητής Οικονομικών Επιστημών στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ είναι μια τέχνη δημιουργίας προσδοκιών. Η οικονομία είναι μια πραγματικότητα όπου σε ορισμένες περιπτώσεις οι προσδοκίες μπορεί να την επηρεάσουν. Μερικές φορές ευεργετικά και μερικές φορές καταστροφικά!

Με αφορμή την τυπική λήξη του τρίτου μνημονίου, επιχειρείται να δημιουργηθεί ένα κλίμα εξαιρετικά αισιόδοξης προοπτικής που όμως δεν στηρίζεται σε πραγματικά οικονομικά δεδομένα. Από την άλλη μεριά, συσκοτίζονται τα οφέλη από τη λήξη της περιόδου των μνημονιακών υποχρεώσεών μας αγνοώντας ότι από εδώ και πέρα θα υπάρχουν μεγαλύτεροι βαθμοί ελευθερίας στην οικονομική διοίκηση της χώρας. 

Ισως παρακολουθούμε την οδύνη ενηλικίωσης του πολιτικού προσωπικού όσον αφορά στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής. Ουδέποτε  αυτό έχει βρεθεί σε μια παρόμοια θέση: Μέχρι το 2000 η ύπαρξη του εγχώριου νομίσματος σου έδινε την ψευδαίσθηση ότι μπορεί να έχεις ό,τι πολιτική θέλεις παίζοντας με τον πληθωρισμό, τα επιτόκια και την ισοτιμία. Μετά το 2000 και μέχρι το 2009 ζούσαμε σε μια εποχή φθηνού χρήματος όπου σχεδόν ό,τι έλεγες και έκανες μπορούσε να πραγματοποιηθεί. Από το 2010 μέχρι σήμερα άλλοι αποφάσιζαν για εμάς. Πάλι το κόστος των αποφάσεων το πολιτικό προσωπικό της χώρας νόμιζε ότι δεν βρισκόταν στους ώμους του: «Μας συγχωρείτε, εμείς θέλουμε αλλά άλλοι δεν μας αφήνουν να γίνουμε όσο θέλουμε αρεστοί σε εσάς τους πολίτες που μας έχετε εκλέξει».

ΔΥΣΤΥΧΩΣ, αυτές οι μαγικές περίοδοι όπου η έννοια του κόστους των πολιτικών αποφάσεων συσκοτιζόταν έχουν περάσει οριστικά και μάλιστα με τρόπο βίαιο για τους Ελληνες πολίτες. Η κοινωνία μας είναι κουρασμένη μετά την οκταετή ύφεση και την εθνική της ανασφάλεια. Τη μεγαλύτερη κρίση όλων των εποχών που υπήρξε σε οποιαδήποτε αναπτυγμένη δυτική χώρα. Μια κοινωνία με το 1/3 του πληθυσμού της να βρίσκεται σε κίνδυνο φτωχοποίησης, με τα πιο δυναμικά της νεανικά στοιχεία να αναζητούν καλύτερη προοπτική στο εξωτερικό αφού υπάρχουν μειωμένες δυνατότητες κοινωνικής κινητικότητας. Η οικονομία, με βάση τις τεράστιες θυσίες μας, έχει επανισορροπήσει σε ένα χαμηλότερο (πιο φτωχό) επίπεδο δραστηριότητας χωρίς το οικονομικό παραγωγικό μοντέλο να έχει παρουσιάσει εκείνες τις μεταβολές οι οποίες είναι απαραίτητες για να πυροδοτηθεί μια δυναμική ενδογενής ανάπτυξη. Ετσι, οι πολιτικές που δημιούργησε η μακροχρόνια βαθιά ύφεση δεν προβλέπεται να επουλωθούν ακόμα και εάν περάσουν επτά με δέκα χρόνια ακόμα! Αλλά τότε ο υπόλοιπος κόσμος δεν θα βρίσκεται εκεί που θα φτάσουμε εμείς, αλλά θα έχει προχωρήσει επτά με δέκα χρόνια πιο μπροστά. Και αυτά αναμένεται να συμβούν υπό κανονικές συνθήκες. Εάν εμφανιστούν παρόμοιες κρίσεις (είτε με εσωτερική είτε με εξωτερική προέλευση) η διαδικασία σύγκλισης πάλι θα επιβραδυνθεί και ενδεχομένως ακόμα και να αντιστραφεί.

Αυτή την οικονομική πραγματικότητα ο κόσμος την καταλαβαίνει πολύ καλά! Βλέπει με πόσο εξαιρετικά βραδύ ρυθμό βελτιώνονται τα οικονομικά του. Αντιλαμβάνεται ότι οι πολύ υψηλοί φορολογικοί συντελεστές οδηγούν στο να χάνεται το προϊόν των κόπων του. Αντιλαμβάνεται το περιβάλλον του να μεταβάλλεται εξαιτίας του ανταγωνισμού άλλων οικονομιών -ιδίως στη γειτονιά μας (Βαλκάνια)- και εξαιτίας των τεχνολογικών μεταβολών και έτσι όλοι σπρώχνονται πίσω στην κλίμακα διεκδίκησης καλών αμοιβών.

ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΚΛΙΜΑ όπου ο πολίτης είναι μετέωρος μπροστά στους ισχυρούς ανέμους της οικονομικής πραγματικότητας είναι ολέθριο σφάλμα της προς ενηλικίωση (όπως είναι η έξοδος από το τρίτο μνημόνιο) πολιτικής να επιχειρεί να δημιουργεί ευτυχείς προσδοκίες για γεγονότα που δεν έχουν το αντίστοιχο περιεχόμενο.

Ισως εάν βρισκόμασταν στο 2015 και στο 2016, που οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες χορηγούσαν αφειδώς τεράστιες ποσότητες ρευστότητας στις οικονομίες, να δικαιολογείτο μεγαλύτερη αισιοδοξία. Το διεθνές περιβάλλον ήταν πολύ πιο φιλόξενο. Οι μνημονιακές χώρες (Ιρλανδία, Πορτογαλία, Κύπρος και Ελλάδα) είχε σχεδιαστεί να βγουν σ’ αυτό το περιβάλλον από τα μνημόνιά τους. Σήμερα αυτός ο παράγοντας λειτουργεί ανασχετικά αφού έχουμε εισέλθει σε περιόδους περιορισμού της διεθνούς ρευστότητας.

Παράλληλα, οι λαοί θέτουν θέματα και έχουν απαιτήσεις και στην Ευρώπη (Ιταλία) και εκτός Ευρώπης. Ενδεχομένως ανεδαφικές, αλλά πάντως τίθενται! Το «τρίλημμα» παγκοσμιοποίησης, δημοκρατίας και εθνικής κυριαρχίας δεν φαίνεται να μπορεί να λυθεί ταυτοχρόνως. Ετσι, όμως δημιουργείται έδαφος για νέες εντάσεις που κάνουν ακόμα πιο αβέβαιο το μέλλον.

Κοντολογίς, η έξοδος από το τρίτο μνημόνιο δεν συνεπάγεται αυτομάτως καλύτερες ημέρες. Συνεπάγεται πολύ πιο υπεύθυνες ημέρες. Αυτό είναι το κρίσιμο μήνυμα των ημερών και όχι η δημιουργία προσδοκιών που η διάψευσή τους θα μεγαλώσει για άλλη μια φορά τον κοινωνικό πόνο.