Quantcast

Ρεαλιστική ατζέντα

Η ανακοίνωση του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών για τα θαλάσσια πάρκα θα πρέπει να προσγείωσε και τους πλέον αισιόδοξους θιασώτες μιας συνεννόησης με την Τουρκία. Η γειτονική χώρα επαναφέρει τη θεωρία των «γκρίζων ζωνών» στο προσκήνιο, όπως είχε κάνει λίγες εβδομάδες νωρίτερα με την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών. Αυτή η ατζέντα δεν χωράει σε καμία διαπραγμάτευση και σε κανένα συνυποσχετικό. Και, φρονίμως ποιούσα, η ελληνική πολιτική ηγεσία παραπέμπει τη σχετική συζήτηση στο πολύ μακρινό μέλλον.

Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν θα πάει στην Αγκυρα στα μέσα Μαΐου, ούτε ότι ο Γιώργος Γεραπετρίτης θα κόψει την καλημέρα στον πολιτικό προϊστάμενο του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών Χακάν Φιντάν. Το αντίθετο. Οι δυο τους θα ξανασυναντηθούν λίαν συντόμως για την προετοιμασία της επίσκεψης του Ελληνα πρωθυπουργού στην Αγκυρα - λέγεται μάλιστα ότι έχουν και καλή χημεία. «Κατευνασμός!», ωρύονται οι υπερπατριώτες. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για ρεαλισμό χωρίς φτιασίδια.

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι στο ξεκίνημα της θητείας του, το μακρινό 2019, όταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης μιλούσε για προσφυγή στη Χάγη, το εννοούσε. Κάθε Ελληνας πρωθυπουργός, άλλωστε, θα ήθελε να πετύχει μια μόνιμη λύση στο πρόβλημα με την Τουρκία, ως κορωνίδα της θητείας του. Ο Ερντογάν δεν του έκανε τη χάρη. Και μπορεί η ελπίδα για μια συνεννόηση να αναζωπυρώθηκε μετά τους σεισμούς και τη συνάντηση στο Βίλνιους, έκτοτε όμως έχουν μεσολαβήσει δύο συναντήσεις κορυφής, μια διακήρυξη καλής γειτονίας και έχουν γίνει διάφορα φάλτσα από την τουρκική πλευρά, χωρίς πάντως να διαταραχθεί το κλίμα ηρεμίας στο Αιγαίο. Στην κυβέρνηση έχουν βγάλει τα συμπεράσματά τους και αυτό φαίνεται από τη γλώσσα που χρησιμοποιούν: «Οταν ωριμάσουν οι συνθήκες», επαναλαμβάνει ο Γ. Γεραπετρίτης, «να μπορούμε να συντηρήσουμε το καλό κλίμα και να χτίζουμε βήμα-βήμα την εξομάλυνση», είπε ο πρωθυπουργός στον ΑΝΤ1. Αυτός είναι ένας εύσχημος τρόπος να πεις ότι, μεσοπρόθεσμα, μέσα στον ορίζοντα της κυβερνητικής θητείας, το περισσότερο που μπορούμε να πετύχουμε στα ελληνοτουρκικά είναι η ηρεμία στο πεδίο.

Κακά τα ψέματα, η ευκαιρία να καταλήξουμε σε μια συμφωνία και συνεννόηση με την Τουρκία χάθηκε -αν υπήρξε ποτέ- στο γύρισμα της χιλιετίας. Τότε που ο Ερντογάν χρειαζόταν ευρωπαϊκή βοήθεια για να εδραιωθεί στην εξουσία και να αντιμετωπίσει την απειλή του βαθέως τουρκικού κράτους. Τότε που η ευρωπαϊκή προοπτική ήταν κίνητρο, για το οποίο ήταν πρόθυμος να κάνει υποχωρήσεις και να πληρώσει το κόστος. Σήμερα, ο Ερντογάν και η Τουρκία βρίσκονται σε άλλους δρόμους, πιέζουν για αναθεώρηση του status quo και διεκδικούν έναν αυτόνομο και ηγεμονικό ρόλο στην περιοχή μας. Αυτή είναι κοινή ατζέντα σε κυβέρνηση και αντιπολίτευση στην Τουρκία και δεν υπάρχει πραγματικό κίνητρο που θα την πείσει να κάνει βήματα πίσω στο πλαίσιο των διεκδικήσεων σε βάρος της Ελλάδας αλλά και άλλων χωρών της περιοχής. Τη διευθέτηση των ελληνοτουρκικών, όπως τη συζητάμε εμείς εδώ, η Τουρκία μάς δείχνει σε κάθε ευκαιρία πως την αντιλαμβάνεται ως ηγεμονική άσκηση σε βάρος μας.

Καλό κλίμα και βελτίωση των διμερών οικονομικών σχέσεων λοιπόν είναι η μόνη ρεαλιστική ατζέντα. Το πόσο θα διαρκέσει, δεν μπορεί να προβλέψει η κυβέρνηση, πιθανόν να μην μπορεί να το κάνει ούτε ο ίδιος ο Ερντογάν. Η εξωτερική του πολιτική, άλλωστε, δεν υπακούει σε κάποια συνεκτική στρατηγική, αλλά είναι αποτέλεσμα παρορμητισμού και συγκυριακών προτεραιοτήτων. Διέρρηξε τις σχέσεις του με όλες τις χώρες της περιοχής, για να εμφανίζεται ως ηγέτης του μουσουλμανικού κόσμου, και μετά έδωσε γη και ύδωρ στους Αραβες για να κατευνάσει τους Αμερικανούς. Εκανε στροφή 180 μοιρών στην Αίγυπτο και βρέθηκε να χαριεντίζεται με τον Σίσι, τον οποίο χαρακτήριζε στυγερό δολοφόνο. Τα βρήκε με το Ισραήλ και μετά τα «ξαναέσπασε» μαζί του. Μην αποκλείσετε να τον δούμε να ασπάζεται δημόσια και με τον Σύριο Ασαντ, στη χώρα του οποίου έχει εισβάλει και τον οποίο επιχείρησε να ανατρέψει. Ασφαλή πρόβλεψη, λοιπόν, για το πόσο θα κρατήσει η νηνεμία στις ελληνοτουρκικές σχέσεις όσο βρίσκεται ο Ερντογάν στην εξουσία δεν θα έπρεπε να διακινδυνεύσει κανείς και δεν νομίζω ότι το κάνει και η ελληνική κυβέρνηση.

Αυτό, πάντως, που διασφαλίζει ότι η ηρεμία θα διατηρηθεί, πέρα από τις εκάστοτε διαθέσεις της τουρκικής ηγεσίας, είναι η αποτροπή. Αποτροπή σημαίνει να είναι ολοφάνερο στην Τουρκία πως τυχόν ηγεμονικές βλέψεις σε βάρος της Ελλάδας θα έχουν δυσανάλογο κόστος. Χωρίς να το φωνάζει, η σημερινή κυβέρνηση έχει κάνει πολλά για την αποτροπή τα τελευταία πέντε χρόνια, περισσότερα από όσα έγιναν την τελευταία εικοσαετία. Η Ελλάδα διαθέτει σήμερα υπεροπλία στον αέρα και φαίνεται ότι θα διατηρήσει αυτό το πλεονέκτημα σε βάθος χρόνου. Αυτό, βεβαίως, συνεπάγεται εξοπλισμούς και ετοιμότητα των Ενόπλων Δυνάμεων και δεν είναι χωρίς κόστος. Αποτελεί όμως το απαραίτητο συμπλήρωμα στην ελληνοτουρκική προσέγγιση και στα χαμόγελα στις υψηλές συναντήσεις. Οπως έλεγε και ο Τέντι Ρούζβελτ «να μιλάς ήρεμα, αλλά πάντα να κουβαλάς ένα μεγάλο ξύλο».